Δεν είμαι σίγουρη αν κατάλαβα ποτέ τι θέλουν να μαρτυρήσουν αυτά τα ψηλά ή ψιλά τέλος πάντων γράμματα. Εκτός από το γεγονός ότι αρκετά καθυστερημένα κατανόησα την ορθογραφία τους, άλλο τόσο μου πήρε για να συλλάβω την ερμηνεία τους. Για μένα η μόνη διαφορά τους ήταν ένα –ι και ένα –η και έτσι αποφάσισα να τα βαφτίσω.
Θυμάμαι τη μητέρα μου , καθισμένη στο μπαλκόνι, μ’ ένα σκέτο ελληνικό καφέ (της παρηγοριάς υποθέτω) να κουβεντιάζει ώρες με τον κατάκοπο από τις ώρες δουλειάς, πατέρα μου, να μονολογεί, να βασανίζεται, να αναστενάζει για τη μικρή μας γειτονιά, την κοινωνία, τα πολιτικοοικονομικά τερτίπια των γραβατωμένων κυρίων στη Βουλή. «Άσε τα ψιλά γράμματα», έλεγε ξεφυσώντας ο πατέρας.
Όχι ότι έδινα και ιδιαίτερη βάση στις συζητήσεις αυτές στα οκτώ μου, μα φεύγοντας να προλάβω τα παιδιά που αναζητούσαν ένα ακόμη παίκτη για να ξεκινήσει το ματς στο κάτω δρομάκι, τα αφτιά μου δέχονταν ερεθίσματα και ξεκινούσαν έτσι οι απορίες για λέξεις που δεν καταλάβαινα. Δεν είχα όμως τώρα χρόνο να ασχοληθώ και με αυτά τα περίφημα -ι γράμματα. Περπατώντας, το μυαλό μου σχημάτιζε εικόνες. Ένα κεφαλαίο Α εκεί στα ψηλά, ένα Β λίγο πιο χαμηλά κ.ο.κ. δεμένα όλα με άσπρες κλωστές και ένα πιτσιρικάς να προσπαθεί να τα φτάσει πηδώντας και λαχανιάζοντας. Ήθελε να τα βάλει στην τσέπη του, να τα πάρει μαζί του. Ναι! Ήμουν σίγουρη. Αυτό εννοούσε η μαμά, αυτό και ο μπαμπάς. Σαν πολύ άγχος δεν τους διακατείχε όμως γα τον πιτσιρικά αυτόν να φτάσει το Α και Β. Τι να πω!
Τα όνειρα μου γκρεμίστηκαν, όταν σαν μικρός λαθραναγνώστης, είδα στην εφημερίδα του μπαμπά, έναν τίτλο με παχιά μαύρη μελάνη «Τα ψιλά γράμματα των δικαστικών αποφάσεων». Ήταν το γιώτα που με κατέστρεψε. Τα μόνα κυριολεκτικά ψιλά γράμματα που είχα δει εγώ, ήταν κάτω κάτω στο βιβλίο της Γλώσσας, όπου ανέφερε μια ομάδα συγγραφής. Α! Μα βέβαια. Και στα παυσίπονα. Και εκεί τα είχα δει.
Την επόμενη μέρα, η κυρία μας έμαθε τι σημαίνει ΄΄μεταφορά΄΄ της λέξης. Όχι, θαρρώ πως δεν εννοούσε λέξεις να κυκλοφορούν με όχημα. Το κατάλαβα. Μεταφορά έχουμε όταν μια λέξη δηλώνει κάτι άλλο από αυτό που αρχικά φαίνεται. Ακολούθησε η αναπόφευκτη ταύτιση με τα «ψιλά γράμματα».
Στα εικοσιδύο μου χρόνια τώρα, κατάλαβα πως τα –ι, γράφονται κάτω από τα συμβόλαια, πίσω από τα έγγραφα έναρξης δανείου, στην αρχική σελίδα του Facebook, στα ραμμένα στόματα των 300 της Βουλής. Είναι όλα αυτά που καθημερινά αψηφούμε, αφήνουμε στην άκρη, προσπερνούμε στο δρόμο, κομποδένουμε κάτω από το ντιβάνι της γιαγιάς. Είναι όλα εκείνα που μας επιφέρουν τριπλάσιο τόκο στο δάνειο, χίλια ευρώ στη ΔΕΗ, κύρωση και ποινή από το νόμο. Γιατί; Γιατί δε διαβάστηκαν ποτέ από κανέναν και ήρθε έτσι μια ανελέητη κατρακύλα που σταματημό δεν έχει. Φτάσαμε έτσι να παρακαλάμε, ζητώντας τον οίκτο των κεφαλαίων. Γιατί; Γιατί δεν το ΄χαμε δει. Γιατί πίσω από το χαρτί της διακοπής σύνδεσης στο ίντερνετ, έγραφε με ψιλά γράμματα, πως το συμβόλαιο δε λήγει, και ο τόκος διπλασιάζεται. Και φτιάχνεις την καρμπονάρα αχνιστή και τη σερβίρεις στο σύντροφό σου, έχοντας κάπου πίσω πίσω βαθιά στο νου, πως στο τέλος του μήνα πρέπει να πληρώσεις είκοσι ευρώ, αφού τόσα είπε η υπάλληλος.
Αν αφήναμε για λίγο τα -ι, και ασχολούμασταν με τα –η, θα ξέραμε πως κράτος δεν προοδεύει χωρίς μόρφωση και παιδεία, χωρίς εσένα και μένα να ψάχνουμε τρόπους, να βρίσκουμε λύσεις. Θα ήξερες τότε πως όταν έχεις φτάσει ψηλά στα γράμματα και στις γνώσεις, στα θέλω, στα μπορώ, στα όσα σου κρύβουν και όσα (υπο) εννοούν, οφείλεις να κοιτάξεις για λίγο τα ψιλά. Δε θα χρειαζόταν να σου το πουν, θα ήξερες, θα προνοούσες.
Τελικά, είχα δίκιο. Ο πιτσιρικάς που σκιαγραφούσα στη φαντασία μου, στα οκτώ μου, το Α και το Β προσπαθούσε να φτάσει. Μα στραβοπάτησε. Κι έπεσε. Εκεί, κάτω κάτω…στα ψιλά γράμματα.
Της Μαριλένας Μπουμπάρη