English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Δεν θέλω να είμαστε φίλοι





Αν δεν μου είχε αφηγηθεί η ίδια την ιστορία της, δεν νομίζω ότι θα την πίστευα ποτέ. Νεαρή που δουλεύει σε κεντρικό κομμωτήριο του Βόλου βλέπει ένα πρωί να ανοίγει την πόρτα του καταστήματος ένας παπάς. Εξαίρετος πελάτης (ένα ελαφρό trimming ήθελε άλλωστε), ευγενέστατος, αξιοπρεπής. Μόνο λίγο προτού φύγει κοντοστέκεται, καθώς τη βλέπει σκυμμένη στο λάπτοπ. Τη ρωτάει αν έχει σελίδα στο Facebook. «Ντράπηκα να του πω όχι. Ηταν και πελάτης. Και παπάς».
Από το επόμενο πρωινό όχι απλώς έχουν γίνει «φίλοι», αλλά η νεαρή κομμώτρια, στα διαλείμματα από τις κουπ και τα κολοράλ, λαμβάνει μηνύματα που γειτνιάζουν επικίνδυνα με το online φλερτ. Ο ρασοφόρος «φίλος» στο Facebook τής έχει γίνει ανεπιθύμητος και, διακινδυνεύοντας την όποια θέση τής αναλογεί στη βασιλεία των ουρανών, τον εκδιώκει από τη λίστα των «φίλων» της.
Η φιλία στη χιλιετία των social media είναι περίεργη υπόθεση. Πριν από την άφιξη του Internet, οι φιλικοί δεσμοί σου ήταν αυτοί για τους όποιους κόπιαζες, αυτοί τους οποίους καλλιεργούσες επισταμένως με χρόνο και ενέργεια (τηλέφωνα, γράμματα, ραντεβού κάτω από τη βροχή, μεταμεσονύκτιες εξομολογήσεις κτλ.). Σε αυτούς, βέβαια, προστίθεντο και οι άνθρωποι που έβλεπες κάθε μέρα, που η ίδια η καθημερινότητά σου τους είχε καταστήσει, ερήμην σου σχεδόν, απαραίτητους. Μέχρι εκεί όμως. Ολοι οι υπόλοιποι ήταν απλοί «γνωστοί» που μπαινόβγαιναν στη ζωή σου, αλλά δεν την εξουσίαζαν.

Σήμερα, στο Facebook οι «φίλοι» καταλαμβάνουν χώρο, όπως η σαβούρα που έχει συσσωρευτεί στα ντουλάπια μας στα τόσα χρόνια καταναλωτικής ασυδοσίας. Ανοίγεις το πατάρι και αναρωτιέσαι από πού και ως πού χρειαζόσουν δύο διαφορετικά φωτιστικά, μία ακόμη φλοκάτη, τρεις φωτογραφικές μηχανές (η μία αναλογική) και πέντε ριγέ τσάντες θαλάσσης.
Τους «φίλους» στο Facebook τούς αποκτάς συχνά από φόβο («πώς να απορρίψω το αίτημα του καινούργιου CEO;»), ντροπή (δεν τολμάς να αντικρίσεις στον διάδρομο κάποιον του οποίου το αίτημα φιλίας εκκρεμεί), κακή εκτίμηση (λες ότι, αφού με τον Χ έχεις τόσους κοινούς φίλους, δεν μπορεί, υπάρχει κάτι άρρηκτο που τελικά σας δένει, άσε που νομίζεις ότι είχατε πιάσει κουβέντα προχθές στα βαφτίσια), άγνοια ή κακή μνήμη (αδυνατείς να θυμηθείς τι είναι εκείνο που σε κάνει να νιώθεις τόσο άβολα με εκείνη τη συμμαθήτρια από το λύκειο και γι’ αυτό ανταλλάσσεις μαζί της τουλάχιστον δύο μηνύματα την ημέρα). Από την άλλη πλευρά, η φιλία μέσω Facebook είναι γρήγορη και φειδωλή στις απαιτήσεις της. Ενίοτε σου προσφέρει ανείπωτες χαρές. Οπως οι καταδύσεις στο παρελθόν. Θυμάμαι πώς ένιωσα όταν ζήτησε να γίνει «φίλος» μου ένας παλιός συμφοιτητής μου που ζει σήμερα στο Χονγκ Κονγκ. Ή μια παιδική φίλη, χαμένη από χρόνια. To πρόβλημα ήταν ότι μετά τα πρώτα μηνύματα ενθουσιασμού και αναμόχλευσης κοινών βιωμάτων, υπήρξε μια εκκωφαντική σιωπή. Το παρόν είχε «απομυθοποιήσει» το παρελθόν. Δεν ήταν πια δύο χαμένοι φίλοι που νοσταλγούσα, αλλά δύο οικείοι άγνωστοι με τους οποίους δεν είχα τι να πω.

Η συγγραφέας αισθηματικών μυθιστορημάτων Αρλίν Πρέσερ από το Ιλινόι, διαζευγμένη με ενήλικα παιδιά και άφθονο ελεύθερο χρόνο, αποφάσισε πέρυσι να περάσει από «οντισιόν» όλους τους (300+) «φίλους» της στο Facebook. Υποψιαζόταν ότι είχε μαζέψει μπόλικη σαβούρα, αλλά ήθελε να σιγουρευτεί προτού προχωρήσει στον αποδεκατισμό τους. Κάποιοι αρνήθηκαν παντελώς να τη συναντήσουν διά ζώσης, άλλοι είχαν υπερβολικές απαιτήσεις (μια παιδική φίλη που ζει στην Τουρκία την κάλεσε στο σπίτι της, φτάνει να έφερνε έναν υπολογιστή Mac και έναν εκτυπωτή!), οι περισσότεροι, τέλος πάντων, ήταν απλώς μια σάρκινη σκιά του ψηφιακού εαυτού τους. Τελικά, η Πρέσερ κατέφυγε (όπως και η προαναφερθείσα νεαρή κομμώτρια) σε μια κοινωνική υπηρεσία που μόνο το Internet παρέχει. Τη δυνατότητα να «ξεκάνεις κάποιον από φίλο» («defriend»). Κάτι σαν το «desamorar» (σ.σ.: ξε-αγαπώ) των Ισπανών. Χωρίς αμηχανίες, εξηγήσεις και κενά βλέμματα. Με ένα κλικ στέλνεις τον άλλον στον Καιάδα του κυβενοχώρου και συνεχίζεις τη ζωή σου.
  Παπαδημητρίου Λένα
  Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ