Κάπου στην καρδιά της Αθήνας, ένα μικρό γαλατικό χωριό ακόμα αντιστέκεται. Κι όταν λέμε χωριό, εννοούμε την ιστορική εκδοτική εταιρεία που ξεκίνησε σαν μια απλή τρέλα.
Όπου κι αν κοιτάξω γύρω μου, βλέπω μόνο κόμικς.
Στα γραφεία της Μαμούθ Κόμιξ, στη Σόλωνος, σε έναν από αυτούς τους γνωστούς ψηλοτάβανους ορόφους, το μάτι δεν πέφτει σε άδειο τοίχο, Παντού βιβλιοθήκες γεμάτες με τόμους από την πλούσια ιστορία της σημαντικότερης ίσως εκδοτικής για την 9η τέχνη στην Ελλάδα.
Με έχει υποδεχτεί ο Γιώργος Τσίτσοβιτς, ένας εκ των δύο ιδρυτών της Μαμούθ πίσω στις αρχές των ‘80s, μαζί με τον Πάνο Κουτρουλάρη. Καθώς με οδηγεί στο γραφείο του, στο πίσω μέρος του ορόφου, περνάμε από ένα στενό διάδρομο που έχει και τους δύο τοίχους γεμάτους με παλιά τεύχη και άλμπουμ, ακόμα δερματόδετα πολλά από αυτά, ένα αρχείο εντυπωσιακό και -για όποιον έχει μεγαλώσει με αυτές τις ιστορίες, και είμαστε πολλοί- τουλάχιστον ανατριχιαστικό.
Κάθε ράφι κρύβει και μια διαφορετική ανάμνηση, από τον Αστερίξ στον Τεντέν, από τον Σνούπι στους X-Men, από τον Λούκι Λουκ στο Sin City. Όμως ο τόμος που κρατά στο χέρι του ο Γιώργος Τσίτσοβιτς είναι κάτι άλλο. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του καθώς ανοίγει το σκληρό εξώφυλλο για να μου δείξει μέσα “το πρώτο”, όπως περήφανα λέει. Το τεύχος από το οποίο ξεκίνησαν όλα, κάτι περισσότερο από 3 δεκαετίες πριν.
“Μαμούθ Comix”, τεύχος 1
“Ψάχναμε να βρούμε μια τρύπα, να μπούμε στα έντυπα. Με τον Πάνο Κουτρουλάρη γνωριζόμασταν από τη Γερμανία, σαν ονόματα. Ήμασταν εκεί ως φοιτητές. Περίοδος δικτατορίας. Βρεθήκαμε σε μια καφετέρια στα Εξάρχεια το ‘79, μετά το στρατό και προσπαθήσαμε να βρούμε κάτι. Εκείνος σαν εκδότης κι εγώ στο τεχνικό.” (Ο Κουτρουλάρης έβγαζε νωρίτερα το Σκαθάρι, ένα άλλο περιοδικό με κόμικς που δεν τα κατάφερε, ο Τσίτσοβιτς είχε προϋπηρεσία σε εφημερίδες, στα Άρλεκιν, στο Αθηνόραμα, του οποίου ήταν πρώτος σχεδιαστής.) “Είπαμε λοιπόν να δοκιμάσουμε κόμικς. Εγώ είχα σπουδάσει καλώς τεχνών, ασχολούμουν κυρίως με το γραφιστικό, με layout. Ο Πάνος ήταν που ήταν ο φανατικός με το αντικείμενο. Κάναμε κάποιες επαφές, είχαμε κάτι ελάχιστα λεφτά, το βάλαμε μπροστά. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η Βαβέλ.”
Πρώτη έκδοση, η ανθολογία Μαμούθ Comix. Δεκέμβριος του 1980.
Ξεφυλλίζει με προσοχή σχεδόν όλο τον τόμο, των λιγοστών εκείνων, ιστορικών τευχών. Μιας έκδοσης ανθολογίας κόμικς που δεν κατάφερε να μακροημερεύσει, αλλά που ξεκίνησε κάτι σπουδαίο. Μου εξηγεί πώς έψαχναν και πώς προσπαθούσαν εκτός από τα κόμικς, να συμπεριλαμβάνουν κείμενα πάνω στην τέχνη, πάνω στη βιομηχανία. Ανάλυσης, πληροφορίας - πράγματα που το 1980 δεν ήταν καθόλου δεδομένα ή εύκολο να τα μάθει κανείς από αλλού.
Μου δείχνει μια σελίδα όπου έχει ανατυπωθεί ο Κώδικας των κόμικς στην Αμερική, μια λίστα κανόνων που όφειλαν να υπακούν όλες οι εκδόσεις μέχρι και πριν κάποια χρόνια. Ένα χρόνο μετά το περιοδικό αυτό θα έκλεινε, όμως ο τίτλος του, δικαιωματικά, θα έφτανε να συνδέεται σήμερα με το μεγάλωμα γενεών ολόκληρων, ανθρώπων που αγάπησαν την 9η τέχνη μέσα από τις ελληνικές εκδόσεις της Μαμούθ.
“Φλας Γκόρντον”
Το πρώτο άλμπουμ ήταν ο “Φλας Γκόρντον”. Παραμένει και το αγαπημένο του Τσίτσοβιτς, μιλάει για το σχέδιο του Άλεξ Ρέιμοντ και στάζει μέλι του στόμα του.
“Η Ροζίτα Σώκου μας βοήθησε,” θυμάται γουρλώνοντας τα μάτια με μια έκφραση που φέρνει σε θαυμασμό και έκπληξη ταυτόχρονα. “Μας έκανε τη μετάφραση του ‘Φλας Γκόρντον’. Μας πήρε τηλέφωνο από μόνη της, μας είπε ‘μπράβο παιδιά’, μας είπε τι ωραίο είναι αυτό που κάνουμε. Ούτε τη γνωρίζαμε.”
Για ένα διάστημα δύο μηνών περίπου, διοργάνωναν μικρές συζητήσεις και εκθέσεις γύρω από τα κόμικς, σε μπαρ στα Εξάρχεια. “Είχαμε κάποιους γνωστούς που απλά πέρναγαν την ειδησούλα στις εφημερίδες. ‘Σήμερα στο μπαρ ΕΦΗΜΕΡΟ, η τάδε συζήτηση’. Ερχόντουσαν μπόλικοι, είχε πολλή πλάκα.” Πήγαιναν σκηνοθέτες, μουσικοί, καλλιτέχνες, και γίνονταν συζητήσεις για τα κόμικς, τη σχέση τους με τις άλλες τέχνες κλπ.
Η Ροζίτα Σώκου το είδε από μια εφημερίδα, της φάνηκε ωραίο. “Είπε να μας στείλει και την ΥΕΝΝΕΔ για να συνέντευξη στην τηλεόραση.” Ήταν γύρω στο ‘83. Η Μαμούθ έβγαζε και κάποια ευρωπαϊκά κόμικς κοινωνικοπολιτικής, σατιρικής χροιάς. Χρειάστηκε επιμονή και πάθος για να περάσουν αυτά τα πρώτα δύσκολα χρόνια.
“Στην αρχή δεν απέδιδε τίποτα απολύτως,” μου εξηγεί. Το πρωί είχε την κανονική του δουλειά στην εφημερίδα, το απόγευμα στο γραφείο της Μαμούθ. Οι δυο τους κάναν τα πάντα. Τεχνική δουλειά, κείμενο, επιλογές, επαφές με ανθρώπους για δικαιώματα, τα πάντα.
“Δεν μας άφηνε τίποτα. Ίσα-ίσα που ζήταγε, χρήματα και χρόνο.”
“Λούκυ Λουκ”
Μέχρι το 1984 είχαν βγάλει καμιά 25αριά άλμπουμ, με την “Κατάκτηση της Δύσης” είχε υπάρξει μια πρώτη μικρή επιτυχία, κάτι άρχιζε να κινείται. Αλλά χρειαζόταν κάτι μεγάλο.
“Ήταν ένας καλός άνθρωπος, έπεισε τη Dargaud να μη δώσει τα δικαιώματα του τίτλου -που μόλις είχαν λήξει- σε κάποιον μεγαλόσχημο εκδότη. Μας έβλεπε ότι είχαμε πάθος, ότι πηγαίναμε και ψάχναμε αρχεία παλιών κόμικς σε πρακτορεία, κόμικς του ‘35, πάντα ψάχναμε. Και δε του χρωστάγαμε ποτέ.”
Είπε στην Dargaud, Είναι δύο νέοι άνθρωποι. Τους είπε, Παρότι δε βγάζουν λεφτά, δε χρωστάνε ποτέ.
Ήταν μια πολύ άσχημη εποχή για να κάνεις τέτοιες επαφές, θυμάται ο εκδότης. “Όταν κάναμε τις πρώτες επαφές με ανθρώπους στο εξωτερικό, η αντιμετώπιση ήταν: Αίγυπτο, Τουρκία, Ελλάδα δεν πουλάμε, είναι κλέφτες. Εμάς και τις τότε ανατολικές χώρες. ‘Έλληνες; Δε μας ενδιαφέρει, μη το βγάλετε,’ μας λέγαν οι Γάλλοι.”
Η Dargaud πείστηκε, και πήρε το ρίσκο. Και κάπως έτσι, το 1984, η Μαμούθ κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ Λούκυ Λουκ.
“Αστερίξ”
Ένας από τους τρόπους να ξεχωρίσεις τη γενιά κάποιου είναι να τον ρωτήσεις ποιο είναι γι’αυτόν το ‘πρώτο’ τεύχος “Αστερίξ”. Καθένας το θυμάται διαφορετικό, μια σειρά μπερδεμένη και υποκειμενική. Το λέω αυτό στον εκδότη και γελάμε. Εξηγεί το μπέρδεμα, που οφειλόταν στο ότι υπήρχαν δύο εταιρείες με δικαιώματα, μία για τις παλιές ιστορίες του Γκοσινί και μία με τις καινούριες του Ουντερζό.
“Πήραμε πρώτα την Αλμπέρ-Ρενέ,” εξηγεί, “γι’αυτό ξεκινήσαμε με εκείνα τα τεύχη. Η σειρά είναι κάπως παράξενη.” Είχαν πρωτοκυκλοφορήσει με τιμή 220 δραχμές, θυμάται μάλιστα, και εν τέλει κάποια στιγμή όλα τα δικαιώματα συγκεντρώθηκαν στη Μαμούθ. Η οποία και έκτοτε δεν έχει σταματήσει να επανεκδίδει τους τόμους, τροφοδοτώντας την αγορά με τον πιο εμβληματικό ίσως τίτλο κόμικς. Υπολογίζει τις συνολικές πωλήσεις “Αστερίξ” μέχρι σήμερα γύρω στους 7 εκατομμύρια τόμους.
Ανάμεσα σε αυτούς και κάποιοι σε διαλέκτους, όπως Αρχαία Ελληνικά, Ποντιακά, Κρητικά. “Δεν ήταν μόνο φιγούρα. Το πιστεύουμε ότι οι διάλεκτοι πρέπει να μείνουν ζωντανοί. Ελληνική γλώσσα δεν είναι μόνο αυτά που μιλάμε τώρα.”
Όταν έψαχναν να βρουν άνθρωπο να μεταφράσει ιστορίες στα Αρχαία Ελληνικά, όλοι έλεγαν όχι. “Μας λέγαν ‘πηγαίνετε σε Γερμανούς, τα ξέρουν πιο καλά’. Ο Κουτρουλάρης είχε τότε την ιδέα να πάρουμε τηλέφωνο τον Φάνη Κακριδή, τον μεγάλο φιλόλογο. Δεν τον ξέραμε, απλά τον αναζητήσαμε, για να μας προτείνει κάποιον για τη μετάφραση.”
Όταν βρήκαν τον Κακριδή στο τηλέφωνο, τους εξήγησαν ποιοι είναι και τι θέλουν. Η απάντησή του ενθουσιώδης: “Το ‘Αστερίξ’! Το πάθος μου, εγώ ό,τι θέλετε!” τους είπε. Μερικές φορές βρίσκεις τις λύσεις με τους πιο αναπάντεχους τρόπους - αυτές είναι και οι πιο ανταποδοτικές.
Όσο για το μέλλον του τίτλου, σε περίπου ένα χρόνο από τώρα αναμένεται η πρώτη περιπέτεια “Αστερίξ” που δε θα έχει καμία εμπλοκή από το αρχικό δημιουργικό δίδυμο. Φυσικά ο Γκοσινί πέθανε πριν χρόνια, αλλά πλέον κι ο ίδιος ο Ουντερζό, ύστερα από μια σειρά περιπετειών που έγραψε ο ίδιος, αποσύρεται κι επισήμως, έχοντας απλώς ρόλο επιβλέποντα.
Σχεδόν 25 χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση “Αστερίξ”, η Μαμούθ θα είναι εκεί και για αυτό το ιστορικό ραντεβού.
Marvel
Ένα πολύ συχνό ίδιον αρκετών ανθρώπων της ντόπιας σκηνής κόμικς, είναι ο τρόπος που απορρίπτουν τις υπερηρωικές σειρές ως κάτι υποδεέστερο των Ευρωπαϊκών άλμπουμ. Η Μαμούθ δεν παγιδεύτηκε ποτέ σε τέτοια στεγανά, καθώς μεγάλο μέρος του καταλόγου της αποτελείται από επανεκδόσεις μεγάλων runs από σειρές της Marvel, κατά κύριο λόγο “X-Men” και “Fantastic Four”.
“Καταρχάς, είναι σπουδαία παραμύθια,” λέει με θαυμασμό ο Τσίτσοβιτς. “Μη μας πιάνει αυτό το πολιτικό, αυτός ο ψευδοαντιαμερικανισμός μας. Είναι σπουδαία βιομηχανία. Στη δουλειά αυτή είναι άσοι - εξάλλου από αυτούς ξεκίνησαν, με την έννοια της βιομηχανίας, της μεγάλης διάδοσης που είχαν τα κόμικς σαν μέσο μαζικής επικοινωνίας. Είναι πολύ καλές δουλειές.”
Ξεφυλλίζουμε κάποιες παλιές εκδόσεις, “Σπάιντερ-Γούμαν”, “Θορ”, “4 Φανταστικοί”. Αλλά και άλλου τύπου κόμικς, υπάρχουν μες στο αρχείο πολλά στριπς από τα “Peanuts” του Τσαρλς Σούλτς. “Ήταν πολύ ωραία παραμύθια τότε,” μου λέει. “Τώρα είναι σκληρά. Και πάλι ωραία είναι δηλαδή, και καλοσχεδιασμένα, αλλά είναι πιο σκληρά.”
Όχι ότι υπάρχει κάτι κακό σε αυτό. Σε μια παραδιπλανή βιβλιοθήκη τα ράφια είναι γεμάτα με τόμους “Sin City”, το διάσημο νουάρ του Φρανκ Μίλερ. “Δεν παρακολουθούμε τα σύγχρονα όπως παλιά βέβαια,” παραδέχεται. “Είναι και πεσμένη η αγορά. Διαλυμένη. Δεν έχει ο κόσμος λεφτά, το κοινό έχει μειωθεί.”Μου δείχνει έναν τόμο του “Sin City”, τον τελευταίο που έβγαλαν στα Ελληνικά. “Δεν τα βγάλαμε όλα,” μου λέει. “Ο τελευταίος δε βγήκε ποτέ.”
Χαϊδεύει τη ράχη του τόμου. Μου εξηγεί πως όταν στέκονται όλοι οι τόμοι ο ένας δίπλα στον άλλον, οι ράχες σχηματίζουν μια εικόνα, μια λεπτομέρεια της Sin City.
Θα μείνει ανολοκλήρωτη.
Κρίση
Τη Μαμούθ τη χτύπησε η κρίση, όπως σταδιακά όλους στη χώρα, μετά το απόγειο του 2004. Πέσαν όμως κι άλλοι δύο σημαντικοί παράγοντες μαζί:
Το ίντερνετ. “Ο αναγνώστης του ίντερνετ είναι άλλος από τον αναγνώστη του βιβλίου. Αλλιώς απομνημονεύει, αλλιώς φαντάζεται. Στο ίντερνετ παίρνεις την πληροφορία που θέλεις και οδηγείσαι σε άλλους δρόμους. Ποτέ δεν τελειώνεις κάτι. Τσιμπολογάς αποσπάσματα, πηδάς σε παραπομπές, δεν τελειώνεις ποτέ. Δεν βγάζει κάποιο συμπέρασμα. Είναι θέμα συνήθειας. Ξεχάσαμε να διαβάζουμε με τον τρόπο που διαβάζαμε.”
Οι εφημερίδες. “Περιοδικά κι εφημερίδες μοιράσανε αφειδώς DVD και δωρεάν έντυπα και διαλύσανε την αγορά. Κάποιος που δεν έχει υψηλές απαιτήσεις, που δε ψάχνει κάτι συγκεκριμένο, έβρισκε κάτι τσάμπα σε μια όποια εφημερίδα. Έλεγε, Κάτσε παιδάκι μου δες το Τάδε, έχω 2 επεισόδια δωρεάν, άσε με τώρα που θα δώσω 5 ευρώ. Ευτέλισαν το είδος. Από τη στιγμή που ο αναγνώστης βλέπει κάτι ευτελές και το παίρνει τσάμπα, μαθαίνει σε αυτό. Οι εφημερίδες διαλύσανε τη μουσική, διαλύσανε τα βιβλία, διαλύσανε τα κόμικς, διαλύσανε τις ταινίες, διαλύσανε τα πάντα.”
“Κάποτε σχεδιάζαμε τι θα κάνουμε τα επόμενα 5 χρόνια,” μου λέει, συμπληρώνοντας χαμογελαστά, “Τώρα καθόμαστε και σκεφτόμαστε τι έπρεπε να έχουμε κάνει τα 5 προηγούμενα.”
Όμως,
“Μαμούθ Comix”, τεύχος 1, ξανάΑναρωτιέμαι αν οι νέες εκδόσεις, με σκληρό εξώφυλλο, του “Αστερίξ” κάνουν κάποια διαφορά, ως προς την ζήτησή του από συλλέκτες. “Θα συνεχίσουμε να βγάζουμε καλές εκδόσεις, όσο υπάρχει αγορά. Έχει κλονιστεί τόσο, δε ξέρουμε αν θα μείνει κάτι στα πόδια του. Η ίδια η χώρα δηλαδή.” Κοιτώντας κάποια άλμπουμ με σκληρό, ωραίο εξώφυλλο, συζητάμε για το αν το μέλλον του εντύπου βρίσκεται στην ιδέα της συλλογής, της έκδοσης με πρεστίζ.
“Αυτή είναι η ευρωπαϊκή αντίληψη των κόμικς, είναι ο συλλέκτης. Εγώ είμαι της αμερικάνικης λογικής σε αυτό,” παραδέχεται. “Το κόμικς είναι σα την ελαφρά μουσική, σα τη τζαζ, το παίρνεις και το ακούς, δε το φυλάς για πάντα, δεν είναι οι Σονάτες του Σούμπερτ, που τις παίρνεις μια φορά και τις έχεις όλη σου τη ζωή να τις ακούς. Θα πάρεις τους ‘4 Φανταστικούς’, θα τους διαβάσεις μια φορά, πόσες φορές να τους διαβάσεις;”
Η προσέγγιση είναι υπέροχα ακομπλεξάριστη, για έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να εκδίδει αυτά τα “υπέροχα παραμύθια” στην Ελλάδα. Όμως προσέχω γύρω μου. Ασφυκτικά γεμάτα ράφια γεμάτα μαγικούς ζωμούς, μπαλάντες των Ντάλτον, μεταλλαγμένους μαχητές, Βέλγους ρεπόρτερ, φιλοσοφία συμπιεσμένη σε στριπάκια με τον Σνούπι. Αγγίζω έναν από τα πολλούς δερματόδετους τόμους με εκείνες τις πρώιμες εκδοτικές απόπειρες των αρχών των ‘80s, που ο Γιώργος Τσίτσοβιτς δεν είναι σίγουρος αν πέτυχαν κάτι. Συγκρατώ κάθε λεπτομέρεια από τις σελίδες-θησαυρούς που ξεφυλλίζει μπροστά μου, είτε είναι κάποιο τεύχος “Μαμούθ Comix” του ‘80, είτε κάποια συλλογή με ευρωπαϊκά στριπάκια ακραίου ενήλικου χιούμορ. Κοιτάζω με δέος τα παλιά, μεταφρασμένα εξώφυλλα της Marvel Comics, τους “Φλας Γκόρντον”, τα “Sin City”, τους “Ιζνογκούντ”.
Κοιτάζω γύρω μου, κι αυτό που βλέπω δεν έχει τίποτα το εφήμερο.
Στα γραφεία της Μαμούθ Κόμιξ, στη Σόλωνος, σε έναν από αυτούς τους γνωστούς ψηλοτάβανους ορόφους, το μάτι δεν πέφτει σε άδειο τοίχο, Παντού βιβλιοθήκες γεμάτες με τόμους από την πλούσια ιστορία της σημαντικότερης ίσως εκδοτικής για την 9η τέχνη στην Ελλάδα.
Με έχει υποδεχτεί ο Γιώργος Τσίτσοβιτς, ένας εκ των δύο ιδρυτών της Μαμούθ πίσω στις αρχές των ‘80s, μαζί με τον Πάνο Κουτρουλάρη. Καθώς με οδηγεί στο γραφείο του, στο πίσω μέρος του ορόφου, περνάμε από ένα στενό διάδρομο που έχει και τους δύο τοίχους γεμάτους με παλιά τεύχη και άλμπουμ, ακόμα δερματόδετα πολλά από αυτά, ένα αρχείο εντυπωσιακό και -για όποιον έχει μεγαλώσει με αυτές τις ιστορίες, και είμαστε πολλοί- τουλάχιστον ανατριχιαστικό.
Κάθε ράφι κρύβει και μια διαφορετική ανάμνηση, από τον Αστερίξ στον Τεντέν, από τον Σνούπι στους X-Men, από τον Λούκι Λουκ στο Sin City. Όμως ο τόμος που κρατά στο χέρι του ο Γιώργος Τσίτσοβιτς είναι κάτι άλλο. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του καθώς ανοίγει το σκληρό εξώφυλλο για να μου δείξει μέσα “το πρώτο”, όπως περήφανα λέει. Το τεύχος από το οποίο ξεκίνησαν όλα, κάτι περισσότερο από 3 δεκαετίες πριν.
“Μαμούθ Comix”, τεύχος 1
“Ψάχναμε να βρούμε μια τρύπα, να μπούμε στα έντυπα. Με τον Πάνο Κουτρουλάρη γνωριζόμασταν από τη Γερμανία, σαν ονόματα. Ήμασταν εκεί ως φοιτητές. Περίοδος δικτατορίας. Βρεθήκαμε σε μια καφετέρια στα Εξάρχεια το ‘79, μετά το στρατό και προσπαθήσαμε να βρούμε κάτι. Εκείνος σαν εκδότης κι εγώ στο τεχνικό.” (Ο Κουτρουλάρης έβγαζε νωρίτερα το Σκαθάρι, ένα άλλο περιοδικό με κόμικς που δεν τα κατάφερε, ο Τσίτσοβιτς είχε προϋπηρεσία σε εφημερίδες, στα Άρλεκιν, στο Αθηνόραμα, του οποίου ήταν πρώτος σχεδιαστής.) “Είπαμε λοιπόν να δοκιμάσουμε κόμικς. Εγώ είχα σπουδάσει καλώς τεχνών, ασχολούμουν κυρίως με το γραφιστικό, με layout. Ο Πάνος ήταν που ήταν ο φανατικός με το αντικείμενο. Κάναμε κάποιες επαφές, είχαμε κάτι ελάχιστα λεφτά, το βάλαμε μπροστά. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η Βαβέλ.”
Πρώτη έκδοση, η ανθολογία Μαμούθ Comix. Δεκέμβριος του 1980.
Ξεφυλλίζει με προσοχή σχεδόν όλο τον τόμο, των λιγοστών εκείνων, ιστορικών τευχών. Μιας έκδοσης ανθολογίας κόμικς που δεν κατάφερε να μακροημερεύσει, αλλά που ξεκίνησε κάτι σπουδαίο. Μου εξηγεί πώς έψαχναν και πώς προσπαθούσαν εκτός από τα κόμικς, να συμπεριλαμβάνουν κείμενα πάνω στην τέχνη, πάνω στη βιομηχανία. Ανάλυσης, πληροφορίας - πράγματα που το 1980 δεν ήταν καθόλου δεδομένα ή εύκολο να τα μάθει κανείς από αλλού.
Μου δείχνει μια σελίδα όπου έχει ανατυπωθεί ο Κώδικας των κόμικς στην Αμερική, μια λίστα κανόνων που όφειλαν να υπακούν όλες οι εκδόσεις μέχρι και πριν κάποια χρόνια. Ένα χρόνο μετά το περιοδικό αυτό θα έκλεινε, όμως ο τίτλος του, δικαιωματικά, θα έφτανε να συνδέεται σήμερα με το μεγάλωμα γενεών ολόκληρων, ανθρώπων που αγάπησαν την 9η τέχνη μέσα από τις ελληνικές εκδόσεις της Μαμούθ.
“Φλας Γκόρντον”
Το πρώτο άλμπουμ ήταν ο “Φλας Γκόρντον”. Παραμένει και το αγαπημένο του Τσίτσοβιτς, μιλάει για το σχέδιο του Άλεξ Ρέιμοντ και στάζει μέλι του στόμα του.
“Η Ροζίτα Σώκου μας βοήθησε,” θυμάται γουρλώνοντας τα μάτια με μια έκφραση που φέρνει σε θαυμασμό και έκπληξη ταυτόχρονα. “Μας έκανε τη μετάφραση του ‘Φλας Γκόρντον’. Μας πήρε τηλέφωνο από μόνη της, μας είπε ‘μπράβο παιδιά’, μας είπε τι ωραίο είναι αυτό που κάνουμε. Ούτε τη γνωρίζαμε.”
Για ένα διάστημα δύο μηνών περίπου, διοργάνωναν μικρές συζητήσεις και εκθέσεις γύρω από τα κόμικς, σε μπαρ στα Εξάρχεια. “Είχαμε κάποιους γνωστούς που απλά πέρναγαν την ειδησούλα στις εφημερίδες. ‘Σήμερα στο μπαρ ΕΦΗΜΕΡΟ, η τάδε συζήτηση’. Ερχόντουσαν μπόλικοι, είχε πολλή πλάκα.” Πήγαιναν σκηνοθέτες, μουσικοί, καλλιτέχνες, και γίνονταν συζητήσεις για τα κόμικς, τη σχέση τους με τις άλλες τέχνες κλπ.
Η Ροζίτα Σώκου το είδε από μια εφημερίδα, της φάνηκε ωραίο. “Είπε να μας στείλει και την ΥΕΝΝΕΔ για να συνέντευξη στην τηλεόραση.” Ήταν γύρω στο ‘83. Η Μαμούθ έβγαζε και κάποια ευρωπαϊκά κόμικς κοινωνικοπολιτικής, σατιρικής χροιάς. Χρειάστηκε επιμονή και πάθος για να περάσουν αυτά τα πρώτα δύσκολα χρόνια.
“Στην αρχή δεν απέδιδε τίποτα απολύτως,” μου εξηγεί. Το πρωί είχε την κανονική του δουλειά στην εφημερίδα, το απόγευμα στο γραφείο της Μαμούθ. Οι δυο τους κάναν τα πάντα. Τεχνική δουλειά, κείμενο, επιλογές, επαφές με ανθρώπους για δικαιώματα, τα πάντα.
“Δεν μας άφηνε τίποτα. Ίσα-ίσα που ζήταγε, χρήματα και χρόνο.”
“Λούκυ Λουκ”
Μέχρι το 1984 είχαν βγάλει καμιά 25αριά άλμπουμ, με την “Κατάκτηση της Δύσης” είχε υπάρξει μια πρώτη μικρή επιτυχία, κάτι άρχιζε να κινείται. Αλλά χρειαζόταν κάτι μεγάλο.
“Ήταν ένας καλός άνθρωπος, έπεισε τη Dargaud να μη δώσει τα δικαιώματα του τίτλου -που μόλις είχαν λήξει- σε κάποιον μεγαλόσχημο εκδότη. Μας έβλεπε ότι είχαμε πάθος, ότι πηγαίναμε και ψάχναμε αρχεία παλιών κόμικς σε πρακτορεία, κόμικς του ‘35, πάντα ψάχναμε. Και δε του χρωστάγαμε ποτέ.”
Είπε στην Dargaud, Είναι δύο νέοι άνθρωποι. Τους είπε, Παρότι δε βγάζουν λεφτά, δε χρωστάνε ποτέ.
Ήταν μια πολύ άσχημη εποχή για να κάνεις τέτοιες επαφές, θυμάται ο εκδότης. “Όταν κάναμε τις πρώτες επαφές με ανθρώπους στο εξωτερικό, η αντιμετώπιση ήταν: Αίγυπτο, Τουρκία, Ελλάδα δεν πουλάμε, είναι κλέφτες. Εμάς και τις τότε ανατολικές χώρες. ‘Έλληνες; Δε μας ενδιαφέρει, μη το βγάλετε,’ μας λέγαν οι Γάλλοι.”
Η Dargaud πείστηκε, και πήρε το ρίσκο. Και κάπως έτσι, το 1984, η Μαμούθ κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ Λούκυ Λουκ.
“Αστερίξ”
Ένας από τους τρόπους να ξεχωρίσεις τη γενιά κάποιου είναι να τον ρωτήσεις ποιο είναι γι’αυτόν το ‘πρώτο’ τεύχος “Αστερίξ”. Καθένας το θυμάται διαφορετικό, μια σειρά μπερδεμένη και υποκειμενική. Το λέω αυτό στον εκδότη και γελάμε. Εξηγεί το μπέρδεμα, που οφειλόταν στο ότι υπήρχαν δύο εταιρείες με δικαιώματα, μία για τις παλιές ιστορίες του Γκοσινί και μία με τις καινούριες του Ουντερζό.
“Πήραμε πρώτα την Αλμπέρ-Ρενέ,” εξηγεί, “γι’αυτό ξεκινήσαμε με εκείνα τα τεύχη. Η σειρά είναι κάπως παράξενη.” Είχαν πρωτοκυκλοφορήσει με τιμή 220 δραχμές, θυμάται μάλιστα, και εν τέλει κάποια στιγμή όλα τα δικαιώματα συγκεντρώθηκαν στη Μαμούθ. Η οποία και έκτοτε δεν έχει σταματήσει να επανεκδίδει τους τόμους, τροφοδοτώντας την αγορά με τον πιο εμβληματικό ίσως τίτλο κόμικς. Υπολογίζει τις συνολικές πωλήσεις “Αστερίξ” μέχρι σήμερα γύρω στους 7 εκατομμύρια τόμους.
Ανάμεσα σε αυτούς και κάποιοι σε διαλέκτους, όπως Αρχαία Ελληνικά, Ποντιακά, Κρητικά. “Δεν ήταν μόνο φιγούρα. Το πιστεύουμε ότι οι διάλεκτοι πρέπει να μείνουν ζωντανοί. Ελληνική γλώσσα δεν είναι μόνο αυτά που μιλάμε τώρα.”
Όταν έψαχναν να βρουν άνθρωπο να μεταφράσει ιστορίες στα Αρχαία Ελληνικά, όλοι έλεγαν όχι. “Μας λέγαν ‘πηγαίνετε σε Γερμανούς, τα ξέρουν πιο καλά’. Ο Κουτρουλάρης είχε τότε την ιδέα να πάρουμε τηλέφωνο τον Φάνη Κακριδή, τον μεγάλο φιλόλογο. Δεν τον ξέραμε, απλά τον αναζητήσαμε, για να μας προτείνει κάποιον για τη μετάφραση.”
Όταν βρήκαν τον Κακριδή στο τηλέφωνο, τους εξήγησαν ποιοι είναι και τι θέλουν. Η απάντησή του ενθουσιώδης: “Το ‘Αστερίξ’! Το πάθος μου, εγώ ό,τι θέλετε!” τους είπε. Μερικές φορές βρίσκεις τις λύσεις με τους πιο αναπάντεχους τρόπους - αυτές είναι και οι πιο ανταποδοτικές.
Όσο για το μέλλον του τίτλου, σε περίπου ένα χρόνο από τώρα αναμένεται η πρώτη περιπέτεια “Αστερίξ” που δε θα έχει καμία εμπλοκή από το αρχικό δημιουργικό δίδυμο. Φυσικά ο Γκοσινί πέθανε πριν χρόνια, αλλά πλέον κι ο ίδιος ο Ουντερζό, ύστερα από μια σειρά περιπετειών που έγραψε ο ίδιος, αποσύρεται κι επισήμως, έχοντας απλώς ρόλο επιβλέποντα.
Σχεδόν 25 χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση “Αστερίξ”, η Μαμούθ θα είναι εκεί και για αυτό το ιστορικό ραντεβού.
Marvel
Ένα πολύ συχνό ίδιον αρκετών ανθρώπων της ντόπιας σκηνής κόμικς, είναι ο τρόπος που απορρίπτουν τις υπερηρωικές σειρές ως κάτι υποδεέστερο των Ευρωπαϊκών άλμπουμ. Η Μαμούθ δεν παγιδεύτηκε ποτέ σε τέτοια στεγανά, καθώς μεγάλο μέρος του καταλόγου της αποτελείται από επανεκδόσεις μεγάλων runs από σειρές της Marvel, κατά κύριο λόγο “X-Men” και “Fantastic Four”.
“Καταρχάς, είναι σπουδαία παραμύθια,” λέει με θαυμασμό ο Τσίτσοβιτς. “Μη μας πιάνει αυτό το πολιτικό, αυτός ο ψευδοαντιαμερικανισμός μας. Είναι σπουδαία βιομηχανία. Στη δουλειά αυτή είναι άσοι - εξάλλου από αυτούς ξεκίνησαν, με την έννοια της βιομηχανίας, της μεγάλης διάδοσης που είχαν τα κόμικς σαν μέσο μαζικής επικοινωνίας. Είναι πολύ καλές δουλειές.”
Ξεφυλλίζουμε κάποιες παλιές εκδόσεις, “Σπάιντερ-Γούμαν”, “Θορ”, “4 Φανταστικοί”. Αλλά και άλλου τύπου κόμικς, υπάρχουν μες στο αρχείο πολλά στριπς από τα “Peanuts” του Τσαρλς Σούλτς. “Ήταν πολύ ωραία παραμύθια τότε,” μου λέει. “Τώρα είναι σκληρά. Και πάλι ωραία είναι δηλαδή, και καλοσχεδιασμένα, αλλά είναι πιο σκληρά.”
Όχι ότι υπάρχει κάτι κακό σε αυτό. Σε μια παραδιπλανή βιβλιοθήκη τα ράφια είναι γεμάτα με τόμους “Sin City”, το διάσημο νουάρ του Φρανκ Μίλερ. “Δεν παρακολουθούμε τα σύγχρονα όπως παλιά βέβαια,” παραδέχεται. “Είναι και πεσμένη η αγορά. Διαλυμένη. Δεν έχει ο κόσμος λεφτά, το κοινό έχει μειωθεί.”Μου δείχνει έναν τόμο του “Sin City”, τον τελευταίο που έβγαλαν στα Ελληνικά. “Δεν τα βγάλαμε όλα,” μου λέει. “Ο τελευταίος δε βγήκε ποτέ.”
Χαϊδεύει τη ράχη του τόμου. Μου εξηγεί πως όταν στέκονται όλοι οι τόμοι ο ένας δίπλα στον άλλον, οι ράχες σχηματίζουν μια εικόνα, μια λεπτομέρεια της Sin City.
Θα μείνει ανολοκλήρωτη.
Κρίση
Τη Μαμούθ τη χτύπησε η κρίση, όπως σταδιακά όλους στη χώρα, μετά το απόγειο του 2004. Πέσαν όμως κι άλλοι δύο σημαντικοί παράγοντες μαζί:
Το ίντερνετ. “Ο αναγνώστης του ίντερνετ είναι άλλος από τον αναγνώστη του βιβλίου. Αλλιώς απομνημονεύει, αλλιώς φαντάζεται. Στο ίντερνετ παίρνεις την πληροφορία που θέλεις και οδηγείσαι σε άλλους δρόμους. Ποτέ δεν τελειώνεις κάτι. Τσιμπολογάς αποσπάσματα, πηδάς σε παραπομπές, δεν τελειώνεις ποτέ. Δεν βγάζει κάποιο συμπέρασμα. Είναι θέμα συνήθειας. Ξεχάσαμε να διαβάζουμε με τον τρόπο που διαβάζαμε.”
Οι εφημερίδες. “Περιοδικά κι εφημερίδες μοιράσανε αφειδώς DVD και δωρεάν έντυπα και διαλύσανε την αγορά. Κάποιος που δεν έχει υψηλές απαιτήσεις, που δε ψάχνει κάτι συγκεκριμένο, έβρισκε κάτι τσάμπα σε μια όποια εφημερίδα. Έλεγε, Κάτσε παιδάκι μου δες το Τάδε, έχω 2 επεισόδια δωρεάν, άσε με τώρα που θα δώσω 5 ευρώ. Ευτέλισαν το είδος. Από τη στιγμή που ο αναγνώστης βλέπει κάτι ευτελές και το παίρνει τσάμπα, μαθαίνει σε αυτό. Οι εφημερίδες διαλύσανε τη μουσική, διαλύσανε τα βιβλία, διαλύσανε τα κόμικς, διαλύσανε τις ταινίες, διαλύσανε τα πάντα.”
“Κάποτε σχεδιάζαμε τι θα κάνουμε τα επόμενα 5 χρόνια,” μου λέει, συμπληρώνοντας χαμογελαστά, “Τώρα καθόμαστε και σκεφτόμαστε τι έπρεπε να έχουμε κάνει τα 5 προηγούμενα.”
Όμως,
“Μαμούθ Comix”, τεύχος 1, ξανάΑναρωτιέμαι αν οι νέες εκδόσεις, με σκληρό εξώφυλλο, του “Αστερίξ” κάνουν κάποια διαφορά, ως προς την ζήτησή του από συλλέκτες. “Θα συνεχίσουμε να βγάζουμε καλές εκδόσεις, όσο υπάρχει αγορά. Έχει κλονιστεί τόσο, δε ξέρουμε αν θα μείνει κάτι στα πόδια του. Η ίδια η χώρα δηλαδή.” Κοιτώντας κάποια άλμπουμ με σκληρό, ωραίο εξώφυλλο, συζητάμε για το αν το μέλλον του εντύπου βρίσκεται στην ιδέα της συλλογής, της έκδοσης με πρεστίζ.
“Αυτή είναι η ευρωπαϊκή αντίληψη των κόμικς, είναι ο συλλέκτης. Εγώ είμαι της αμερικάνικης λογικής σε αυτό,” παραδέχεται. “Το κόμικς είναι σα την ελαφρά μουσική, σα τη τζαζ, το παίρνεις και το ακούς, δε το φυλάς για πάντα, δεν είναι οι Σονάτες του Σούμπερτ, που τις παίρνεις μια φορά και τις έχεις όλη σου τη ζωή να τις ακούς. Θα πάρεις τους ‘4 Φανταστικούς’, θα τους διαβάσεις μια φορά, πόσες φορές να τους διαβάσεις;”
Η προσέγγιση είναι υπέροχα ακομπλεξάριστη, για έναν άνθρωπο που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να εκδίδει αυτά τα “υπέροχα παραμύθια” στην Ελλάδα. Όμως προσέχω γύρω μου. Ασφυκτικά γεμάτα ράφια γεμάτα μαγικούς ζωμούς, μπαλάντες των Ντάλτον, μεταλλαγμένους μαχητές, Βέλγους ρεπόρτερ, φιλοσοφία συμπιεσμένη σε στριπάκια με τον Σνούπι. Αγγίζω έναν από τα πολλούς δερματόδετους τόμους με εκείνες τις πρώιμες εκδοτικές απόπειρες των αρχών των ‘80s, που ο Γιώργος Τσίτσοβιτς δεν είναι σίγουρος αν πέτυχαν κάτι. Συγκρατώ κάθε λεπτομέρεια από τις σελίδες-θησαυρούς που ξεφυλλίζει μπροστά μου, είτε είναι κάποιο τεύχος “Μαμούθ Comix” του ‘80, είτε κάποια συλλογή με ευρωπαϊκά στριπάκια ακραίου ενήλικου χιούμορ. Κοιτάζω με δέος τα παλιά, μεταφρασμένα εξώφυλλα της Marvel Comics, τους “Φλας Γκόρντον”, τα “Sin City”, τους “Ιζνογκούντ”.
Κοιτάζω γύρω μου, κι αυτό που βλέπω δεν έχει τίποτα το εφήμερο.
ΠΗΓΗ: oneman