Στη «σκιά» της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη και του «δημοσιονομικού γκρεμού» στις ΗΠΑ, είναι εύκολο να αγνοήσουμε τα μακροπρόθεσμα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Μολονότι, όμως, εστιάζουμε στις άμεσες ανησυχίες, τα προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται και τα προσπερνάμε με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
Το πιο σημαντικό είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Μολονότι η εξασθένηση της παγκόσμιας οικονομίας έχει οδηγήσει στην επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αυτό δημιουργεί μόνο προσωρινή ανάσα. Και όμως είμαστε πολύ πιο πίσω από την καμπύλη: επειδή καθυστερήσαμε να ανταποκριθούμε στην κλιματική αλλαγή, η επίτευξη του επιδιωκόμενου ορίου της αύξησης κατά δύο βαθμούς στην παγκόσμια θερμοκρασία, θα απαιτήσει πολύ μεγάλη μείωση στις εκπομπές αερίων στο μέλλον.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, με δεδομένη την οικονομική επιβράδυνση, θα πρέπει να βάλουμε το φαινόμενο του θερμοκηπίου στο «χρονοντούλαπο». Αντιθέτως όμως, προετοιμάζοντας την παγκόσμια οικονομία για την κλιματική αλλαγή θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε τη συνολική ζήτηση και την ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, ο ρυθμός της τεχνολογικής προόδου και η παγκοσμιοποίηση προϋποθέτουν ταχείς διαρθρωτικές αλλαγές τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τέτοιου είδους αλλαγές μπορεί να είναι τραυματικές και οι αγορές συχνά δεν τις διαχειρίζονται με σωστό τρόπο.
Οπως ακριβώς προέκυψε η Μεγάλη Υφεση εν μέρει από τις δυσκολίες μετάβασης από μία αγροτική σε μία αστική βιομηχανική οικονομία, έτσι και τα σημερινά προβλήματα ανακύπτουν εν μέρει από την ανάγκη μετακίνησης από τη μεταποίηση προς τις υπηρεσίες. Νέες επιχειρήσεις θα πρέπει να δημιουργηθούν και οι σύγχρονες χρηματοοικονομικές αγορές είναι καλύτερες στην κερδοσκοπία και στην εκμετάλλευση από την εξεύρεση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων, ειδικά μικρών και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων.
Πολύ περισσότερο, για τη μετάβαση αυτή απαιτούνται επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναμικό στις οποίες οι άνθρωποι δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Μεταξύ των υπηρεσιών που επιθυμούν οι πολίτες είναι η υγεία και η εκπαίδευση, δύο τομείς στους οποίους η κυβέρνηση παίζει σημαντικό ρόλο (εξαιτίας των εγγενών ατελειών της αγοράς σε αυτούς τους τομείς και της ανησυχίας για το μετοχικό κεφάλαιο).
Πριν από την κρίση του 2008, γίνονταν πολλές συζητήσεις για τις παγκόσμιες ανισορροπίες και για την ανάγκη των χωρών με εμπορικά πλεονάσματα, όπως Γερμανία και Κίνα, να αυξήσουν την κατανάλωση. Το θέμα όμως δεν αντιμετωπίστηκε: η αποτυχία της Γερμανίας να αντιμετωπίσει το χρόνιο εξωτερικό της πλεόνασμα ευθύνεται εν μέρει για την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Από την άλλη πλευρά, το πλεόνασμα της Κίνας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έχει μειωθεί, όμως οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις συνεχίζουν να υφίστανται.
Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα της Αμερικής δεν θα εξαφανιστεί εάν δεν αυξηθεί η εσωτερική αποταμίευση και δεν θα υπάρξει μία πιο δομική αλλαγή στις παγκόσμιες νομισματικές συμφωνίες. Οι τελευταίες θα μπορούσαν να επιτείνουν την επιβράδυνση της χώρας και καμία απολύτως αλλαγή δεν βρίσκεται στα σκαριά. Καθώς η Κίνα αυξάνει την κατανάλωσή της, δεν θα αγοράζει απαραιτήτως περισσότερα αγαθά από τις ΗΠΑ. Πράγματι, είναι πιο πιθανόν να αυξήσει την κατανάλωση των μη εμπορεύσιμων αγαθών – όπως υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση – που έχει ως αποτέλεσμα βαθιές αλλαγές στην παγκόσμια αλυσίδα προσφοράς, ειδικά σε χώρες που έχουν προμηθεύσει τις πρώτες ύλες στους Κινέζους εξαγωγείς από το χώρο της μεταποίησης.
Τελικά, υπάρχει μία παγκόσμια κρίση στην ανισότητα. Το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι οι τάξεις που έχουν το υψηλότερο εισόδημα εξασφαλίζουν μεγαλύτερο μερίδιο της οικονομικής «πίτας», αλλά και ότι αυτοί που ανήκουν στη μεσαία τάξη δεν μοιράζονται την οικονομική ανάπτυξη, τη στιγμή που σε πολλές χώρες αυξάνεται η φτώχεια. Στις ΗΠΑ, η ισότητα των ευκαιριών αποτελεί πλέον μύθο.
Μολονότι όμως η Μεγάλη Ύφεση έχει επιτείνει τις παραπάνω τάσεις, αυτές έγιναν αισθητές πολύ προτού ξεσπάσει η κρίση. Πράγματι, τόσο εγώ όσο και άλλοι υποστηρίζουμε ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι ένας από τους λόγους της οικονομικής επιβράδυνσης και εν μέρει είναι συνέπεια των μεγάλων και συνεχιζόμενων διαρθρωτικών αλλαγών της παγκόσμιας οικονομίας.
Ενα οικονομικό και πολιτικό σύστημα που δεν είναι φτιαγμένο για τους περισσότερους πολίτες δεν μπορεί να είναι βιώσιμο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τελικά, η πίστη στη δημοκρατία και στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς θα φθαρούν και η νομιμότητα των υφιστάμενων θεσμών και συμφωνιών θα τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Το θετικό νέο είναι ότι το χάσμα ανάμεσα στις αναδυόμενες και ανεπτυγμένες χώρες έχει γεφυρωθεί σε μεγάλο βαθμό τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ωστόσο, εκατοντάδες εκατομμύρια άτομα παραμένουν στη φτώχεια και υπάρχει μικρή μόνο πρόοδος στη μείωση του χάσματος ανάμεσα στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες και στις υπόλοιπες.
Βεβαίως, οι αθέμιτες εμπορικές συμφωνίες – μεταξύ των οποίων η εμμονή στις αδικαιολόγητες αγροτικές επιδοτήσεις, οι οποίες συνθλίβουν τις τιμές από τις οποίες εξαρτάται το εισόδημα πολλών από τους φτωχότερους του πλανήτη – έχουν παίξει ρόλο. Οι ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσαν στην Ντόχα το Νοέμβριο του 2001 να δημιουργήσουν ένα καθεστώς για την ανάπτυξη του εμπορίου ή τη δέσμευση στην οποία προέβησαν στη σύνοδο του G8 στο Γκλίνιγκλς το 2005 να προσφέρουν σημαντικά μεγαλύτερη βοήθεια στις φτωχότερες χώρες.
Η αγορά δεν θα επιλύσει από μόνη της κανένα από αυτά τα προβλήματα. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου αποτελεί ένα τυπικό πρόβλημα των «δημοσίων αγαθών». Για να γίνει η διαρθρωτική μετάβαση που χρειάζεται ο κόσμος, χρειαζόμαστε κυβερνήσεις ικανές να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο – σε μία περίοδο που οι απαιτήσεις για περικοπές αυξάνονται σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Καθώς παλεύουμε με τις σημερινές κρίσεις, θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως τελικά ανταποκρινόμαστε κατά τρόπο που επιτείνει τα μακροπρόθεσμα προβλήματά μας. Οι λύσεις που έχουν προταθεί από τα «γεράκια» του ελλείμματος και τους θιασώτες των μέτρων λιτότητας αποδυναμώνουν σήμερα την οικονομία και υπονομεύουν τις μελλοντικές προοπτικές. Η ειρωνεία είναι ότι, με την ανεπαρκή συλλογική ζήτηση να αποτελεί σήμερα την κύρια πηγή της παγκόσμιας εξασθένησης, υπάρχει εναλλακτική λύση: να επενδύσουμε στο μέλλον μας κατά τρόπο που θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τα προβλήματα του θερμοκηπίου, της παγκόσμιας ανισότητας και φτώχειας και της ανάγκης για διαρθρωτικές αλλαγές.
______
JOSEPH E. STIGLITZ, κάτοχος Νόμπελ Οικονομικών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει τίτλο «The Price of Inequality: How Today’s Divided Society Endangers our Future».
Πηγή: Ναυτεμπορική 9/1/2013 Project Syndicate