English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Πέθανε μετά την αποφυλάκισή του



Ένας Νεοϋορκέζος ο οποίος απελευθερώθηκε αυτήν την εβδομάδα αφού εξέτισε κάθειρξη 23 ετών για μια δολοφονία την οποία δεν είχε διαπράξει υπέστη καρδιακό επεισόδιο έπειτα από μόλις δύο ημέρες ελευθερίας, όπως δήλωσε χθες ο δικηγόρος του.
Ο Ντέιβιντ Ράντα, 58 ετών, νοσηλεύεται στην μονάδα εντατικής θεραπείας της καρδιολογικής κλινικής ενός νοσοκομείου στη Νέα Υόρκη μετά την καρδιακή προσβολή που υπέστη το βράδυ της Παρασκευής, είπε ο δικηγόρος Πιερ Σάσμαν. Ο Ράντα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 37 ετών για τη δολοφονία ενός ορθόδοξου εβραίου ραβίνου στη διάρκεια μιας απόπειρας διάρρηξης τον Φεβρουάριο του 1990, αλλά απελευθερώθηκε την Πέμπτη, όταν η εισαγγελία του Μπρούκλιν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία σε βάρος του δεν ευσταθούσαν.
Οι εισαγγελείς κάλεσαν μαζί με την υπεράσπιση του Ράντα από το δικαστήριο να ακυρώσει την καταδίκη του, «προς όφελος της δικαιοσύνης». Μετά την καρδιακή προσβολή που υπέστη ο Ράντα το απόγευμα της Παρασκευής η κατάστασή του παραμένει σταθερή, είπε ο Σάσμαν.
«Τα τραύματα που είχε σωρεύσει λόγω της εσφαλμένης καταδίκης και φυλάκισης για 23 χρόνια, μαζί με τα έντονα συναισθήματα που βίωσε με την απελευθέρωσή του, είχαν σοβαρές συνέπειες στην κατάσταση της υγείας του», είπε ο δικηγόρος, ο οποίος δεν διευκρίνισε σε ποιο νοσοκομείο νοσηλεύεται ο πελάτης του.
«Όπως πάντα έλεγα από την αρχή, δεν είχα καμιά σχέση με την υπόθεση αυτή. Η απόφαση αυτή μου έχει προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση», δήλωσε ο Ράντα στους δημοσιογράφους όταν απελευθερώθηκε την Πέμπτη. Ερευνητές ανακάλυψαν ότι ένας βασικός μάρτυρας κατηγορίας, ένας έφηβος ο οποίος είχε υποδείξει τον Ράντα σε μια εξέταση, παραδέχθηκε εκ των υστέρων ότι δεν τον αναγνώρισε, αλλά τον επέλεξε όταν ένας ντετέκτιβ της αστυνομίας του είπε να «διαλέξει τον τύπο με την μεγάλη μύτη». Ένας φυλακισμένος πληροφοριοδότης και η κοπέλα του, που επίσης είχαν καταθέσει πως ο Ράντα ήταν ο δολοφόνος, ομολόγησαν ότι είχαν πει ψέματα για να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τις αρχές.