English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Ο Αλχημιστής – η καρδιά



- Γιατί πρέπει ν’ακούμε την καρδιά? ρώτησε το αγόρι εκείνη τη μέρα, καθώς έστηναν τη σκηνή.
-Γιατί όπου είναι η καρδιά σου, εκεί είναι και ο Θησαυρός σου.
- Η καρδιά μου είναι ταραγμένη, είπε το αγόρι. Βλέπει όνειρα, συγκινείται, είναι ερωτευμένη με μια γυναίκα της ερήμου. Μου ζητά πράγματα και, πολλές νύχτες, όταν τη σκέφτομαι, δε μ’αφήνει να κοιμηθώ.
-Αυτό είναι καλό. Η καρδιά σου είναι ζωντανή. Συνέχιζε ν’ακούς αυτά που έχει να σου πει.
Τις επόμενες τρεις μέρες συνάντησαν πολλούς πολεμιστές και διέκριναν άλλους στον ορίζοντα. Η καρδιά του αγοριού άρχισε να μιλάει για το φόβο. Διηγιόταν στο αγόρι ιστορίες που είχε ακούσει από την ψυχή του Κόσμου, ιστορίες ανθρώπων πυυ είχαν ξεκινήσει μάταια σε αναζήτηση θησαυρών. Μερικές φορές τρόμαζε το αγόρι με τη σκέψη οτι δε θα κατάφερνε να βρει το Θησαυρό ή ότι Θα πέθαινε στην έρημο. Αλλες φορές έλεγε στο αγόρι ότι αισθανόταν ήδη ικανοποιημένη, αφού είχε βρει κιόλας μια αγάπη και πολλά χρυσά νομίσματα.
-Η καρδιά μου με προδίδει, είπε το αγόρι στον αλχημιστή, όταν έκαναν στάση για να ξεκουραστούν τα άλογα. Δε Θέλει να συνεχίσω.
-Αυτό είναι καλό. Αποδεικνύει ότι η καρδιά σου είναι ζωντανή. Είναι φυσικό να φοβάσαι να ανταλλάξεις μ’ένα όνειρο όσα έχεις καταφέρει μέχρι τώρα.
-Τότε γιατί πρέπει ν’ακούω την καρδιά μου?
-Γιατί ποτέ δε Θα καταφέρεις να την κάνεις να βουβαθεί. Ακόμη κι αν προσποιηθείς ότι δεν ακούς τι σου λέει, αυτή Θα είναι μέσα στο στήθος σου, επαναλαμβάνοντας πάντα αυτό που σκέφτεται για τη ζωή και τον κόσμο.
- Ακόμη κι αν με προδώσει?
-Προδοσία είναι το απροσδόκητο χτύπημα. Αν γνωρίζεις καλά την καρδιά σου, δε θα σε αιφνιδιάσει ποτέ. Γιατί Θα γνωρίζεις τα όνειρα και τις επιθυμίες σου και θα ξέρεις πώς ν’αντιδράσεις. Κανείς δεν μπορεί ν’αγνοήσει την καρδιά του. Επομένως, είναι καλύτερα ν’ακούς τι σου λέει. Για να μην καταφέρει ποτέ να σε αιφνιδιάσει.
Το αγόρι εξακολουθούσε ν’ακούει την καρδιά του, ενώ προχωρούσαν στην έρημο. Σιγά σιγά έμαθε τις πονηριές και τα κόλπα της, έμαθε να τη δέχεται όπως ήταν. Τότε το αγόρι έπαψε να φοβάται κι έπαψε και η επιθυμία του να γυρίσει πίσω, γιατί κάποιο απόγευμα η καρδιά του του είπε ότι ήταν ευχαριστημένη.
“Μπορεί να διαμαρτύρομαι μερικές φορές”, έλεγε η καρδιά του , “επειδή είμαι μια καρδιά ανθρώπου και οι καρδιές των ανθρώπων είναι έτσι. Φοβούνται να πραγματοποιήσουν τα μεγαλύτερα τους όνειρα επειδή νομίζουν ότι δεν το αξίζουν η ότι δεν θα τα καταφέρουν. Εμείς οι καρδιές πεθαίνουμε από το φόβο μόνο και μόνο που σκεφτόμαστε αγάπες που έφυγαν για πάντα, στιγμές που θα μπορούσαν να είναι καλές και δεν ήταν, θησαυρούς που θα μπορούσαν να είχαν ανακαλυφθεί κ’ όμως έμειναν για πάντα θαμμένοι στην άμμο. Γιατί όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο τέλος υποφέρουμε πολύ.”
-Η καρδιά μου φοβάται τον πόνο, είπε το αγόρι
-Πες της ότι ο φόβος του πόνου είναι χειρότερος και από τον ίδιο τον πόνο. Και ότι καμία καρδιά δεν υπέφερε ποτέ όταν ξεκίνησε να αναζητήσει τα όνειρα της, γιατί κάθε στιγμή αναζήτησης είναι μια στιγμή συνάντησης με την αιωνιότητα.”