English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Άλφρεντ Χίτσκοκ: Το σασπένς ζει ακόμα




του Γιώργου Κόκουβα

Θα φανταζόσασταν ποτέ ότι ο μέγιστος μετρ του σασπένς φοβόταν τα… αβγά; 
Γνωρίζατε ότι ο δημιουργός της ταινίας –ακούγονται ουρλιαχτά στο βάθος- Ψυχώ, την θεωρούσε κωμωδία; 
Θα ταίριαζε κάτι λιγότερο στην χαμένη πρώτη του ταινία από την χιτσκοκική μοίρα της τυχαίας ανακάλυψής της σε ασιατικό αρχείο ; 
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ δεν σταματά να μας ξαφνιάζει, ακόμη και 30 χρόνια μετά τον θάνατό του, όχι μόνο με τις ταινίες του που φωτίζουν και πάλι τα θερινά πανιά της Αθήνας, ούτε με την είδηση ότι στην λονδρέζικη Ολυμπιάδα θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά αποκατεστημένα τα βουβά πρωτόλειά του, αλλά απλώς επειδή όσα ανακαλύπτουμε για το ιδιοφυές μυαλό της έβδομης τέχνης δεν έχουν τέλος. Μάθετε μαζί μας τα έργα και τις ημέρες του, καθώς και τις «τρελές» γαργαλιστικές πληροφορίες που δεν γνωρίζατε για τον Βρετανό σκηνοθέτη. 


Αμαρτίες γονέων… Έμελλε να φέρει τα πάνω κάτω στην έβδομη τέχνη, κι όμως πέρασε την παιδική του ηλικία ωςένα μοναχικό, αυστηρά καθολικό, παχύσαρκο αγόρι στην αγγλική επαρχία. Τα παιδικά βιώματα του Άλφρεντ Χίτσκοκ περιλάμβαναν την συνήθεια της μητέρας του να τον τιμωρεί, βάζοντάς τον να στέκεται στα πόδια του κρεβατιού της, απαγγέλλοντάς της επί ώρες όλα όσα έκανε εκείνη την ημέρα. 

Το περιστατικό όμως που αναμφισβήτητα τον σημάδεψε ήταν άλλη μια ευφάνταστη τιμωρία του πατέρα του, που τον έστειλε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για να δώσει ένα σημείωμα που έγραφε «Ήμουν άτακτος, ο πατέρας μου λέει να με κλειδώσετε μέσα για δέκα λεπτά». Ο –όχι και μεγάλος φαν της μοντέρνας παιδαγωγικής- αστυνομικός ακολούθησε τις οδηγίες του σημειώματος και έκτοτε ο μικρός Άλφρεντ απέκτησε την φοβία για την αστυνομία που θα τον συνόδευε σε ολόκληρη την ζωή του και φυσικά, θα χαρακτήριζε το σύνολο των ταινιών του, οι οποίες περιλαμβάνουν ήρωες κυνηγημένους άδικα από το μακρύ χέρι του νόμου. Πολύ αργότερα θα δήλωνε: «Γι’ αυτό ακριβώς δεν έμαθα ποτέ μου να οδηγώ. Αν δεν οδηγώ αυτοκίνητο, δεν υπάρχει πιθανότητα να με σταματήσει περιπολικό στον δρόμο». Μάλιστα, μετά από επισταμένη έρευνα, κατέληξε ότι ο ήχος της σειρήνας ενός περιπολικού είναι ο πιο τρομακτικός ήχος σε μια ταινία, περισσότερο και από τα δολοφονικά ουρλιαχτά. 


Μετά από μια ελαφρώς αλλοπρόσαλλη επαγγελματική πορεία –σπούδασε μηχανικός, εργάστηκε ως διαφημιστής και ως σχεδιαστής των διάτιτλων για βουβές ταινίες- τελικά κατέληξε στην καριέρα που αποτελούσε την μοίρα του, αυτή του σκηνοθέτη. Ωστόσο, η παράδοση του σασπένς και των πνευματωδών ανατροπών στο έργο του ξεκίνησε ήδη από τιςμικρές ιστορίες που δημοσίευε σε βρετανικό έντυπο

Για παράδειγμα, τα πρώτα του αφηγήματα αφορούσαν τον τρόμο μιας γυναίκας που τις επιτίθενται στο δρόμο, για να αποκαλυφθεί τελικά ότι πρόκειται για παραισθήσεις της εν μέσω αναισθησίας στην καρέκλα του οδοντίατρου, και την ιστορία ενός νέου που αποφασίζει να επισκεφθεί έναν οίκο ανοχής, ανακαλύπτοντας ότι η γυναίκα που τον υποδέχεται είναι το κορίτσι του καλύτερου του φίλου. Η πιο εντυπωσιακή γραπτή ιστορία του όμως είναι η τελευταία που δημοσίευσε, στην οποία περιέγραφε την γυναίκα που θα παντρευόταν. Λίγο καιρό μετά, γνώρισε την σύζυγό του Alma, η οποία είχε ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας της ιστορίας, και όχι μόνο: είχε γεννηθεί μόλις μία ημέρα πριν από τον Χίτσκοκ! 



Από την Βρετανία στο Hollywood 

Από τα γραπτά, ο Χίτσκοκ πέρασε γρήγορα στα… οπτικά, σκηνοθετώντας τις πρώτες του βουβές ταινίες στην Αγγλία, καθώς και την φημολογούμενη ως πρώτη ομιλούσα βρετανική ταινία, λίγο πριν αποφασίσει να μετακομίσει στο Los Angeles, για να γίνει το next best thing του κραταιού Hollywood. 

Η επιτυχία έρχεται από την πρώτη του ταινία, η οποία αρχικά επρόκειτο να ήταν ο «Τιτανικός», αλλά ο σφιχτοχέρης παραγωγός του, Σέλζνικ, άλλαξε γνώμη, επειδή «δεν έβρισκε ένα πλοίο για να βουλιάξει». Τελικά, σκηνοθετήθηκε η ταινία «Rebecca», που κατέκτησε αμέσως το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 1939. Παράλληλα, άρχισε και ηαπολαυστική συνήθεια των cameo εμφανίσεων του σκηνοθέτη στις ταινίες του –αν προσέξετε καλά, θα δείτε τον Χίτσκοκ στα πρώτα λεπτά κάθε δημιουργήματός του για λίγα δευτερόλεπτα, να περνά ως άλλος κομπάρσος στο βάθος με έναν σκύλο, να μπαίνει σε ένα τρένο ή να φιγουράρει σε μια εφημερίδα. 

Η δεκαετία του ’40 τον βρίσκει παραγωγικότατο, σχεδόν υπέρ του δέοντος: Οι ιδέες του ήταν τόσες, που κατέληξε να τελεί υπό την επιτήρηση του FBI, λόγω ενός σεναρίου κατασκοπείας και ουρανίου που συμπεριέλαβε σε μια ταινία του. Οι καινοτομίες του συνεχίστηκαν με το «Rope» του 1948, ταινία που γυρίστηκε με τεράστια σε διάρκεια πλάνα –στην ουσία με ένα μόνο πλάνο, καταδικασμένο όμως να γυριστεί σε δεκάλεπτες περίπου λήψεις, με όσο δηλαδή φιλμ χωρούσε στην κάμερα κάθε φορά, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ψηφιακά μηχανήματα. 



Δεν αργούν να έρθουν και τα μεγάλα αριστουργήματά του, όπως το «Vertigo» (Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου), τα «Πουλιά», το «Rear Window» (Αυτόπτης Μάρτυρας), το «North by Northwest» (ατυχώς μεταφρασμένο ως «Στην σκιά των τεσσάρων γιγάντων») με την αξιομνημόνευτη σκηνή της αεροπλανικής καταδίωξης στο έδαφος και φυσικά το «Ψυχώ», που έκανε σκόνη όσα συνηθίζονταν στην κινηματογραφική αφήγηση, σκοτώνοντας την ηρωίδα από νωρίς και σοκάροντας με την περίφημη σκηνή του μαχαιριού στην ντουζιέρα. 

Μετά από πολλές δεκαετίες ταινιών με «ψυχρές» ξανθιές και κατατρεγμένους από τον νόμο και τις ψυχαναλυτικές εμμονές άνδρες, ο Χίτσκοκ αγκάλιασε και την τηλεόραση, παρουσιάζοντας το show «Alfred Hitchcock Presents», ενώ ταυτόχρονα, χωρίς ποτέ να έχει κατακτήσει το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, λαμβάνει το 1980 –έναν χρόνο πριν τον θάνατό του- το βραβείο για την συνολική του προσφορά, δίνοντας τον συντομότερο λόγο που έχει ποτέ ακουστεί σε οσκαρική τελετή: «Thank you». 



Ο σκηνοθέτης που έσπαγε πλάκα 

Η ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του δεν γίνεται εμφανής μόνο μέσα από τις δημιουργίες του, αλλά κυρίως από τις μαρτυρίες των συνεργατών του, που υπέφεραν τα πάνδεινα κατά την διάρκεια των γυρισμάτων χάρη στα καμώματα του Χίτσκοκ. Αφήνοντας κατά μέρους της δικές του φοβίες, ο δαιμόνιος σκηνοθέτης φρόντιζε να μάθει τις φοβίες των συνεργατών του καιεπιδιδόταν σε… φάρσες. Αν δούλευες με τον Χίτσκοκ και φοβόσουν τις αράχνες, δεν ήταν λίγες οι πιθανότητες να λάβεις ένα κουτί με περιτύλιγμα δώρου, στο οποίο είχαν στοιβαχθεί δεκάδες ζωύφια! 

Κάποτε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του σκηνοθέτη, είχε παραθέσει δείπνο στο συνεργείο του, στο οποίο όλα τα φαγητά ήταν ωμά. Σήμα κατατεθέν επίσης του σκηνοθέτη ήταν η συνήθειά του να πίνει το τσάι του στην σκηνοθετική του καρέκλα κατά την διάρκεια γυρισμάτων, και αφού τελειώσει, να πετάει προς τα πίσω το φλιτζάνι του, αφήνοντάς το να σπάσει με θόρυβο, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. 




Ηθοποιός σημαίνει… βοοειδές! 
Τα «καπρίτσια» του Βρετανού δημιουργού δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ των ηθοποιών του. Κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη για δηλώσεις του Χίτσκοκ που χαρακτήριζαν τους ηθοποιούς… βόδια. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης έβαλε τα πράγματα στην θέση τους, αναλύοντας την θεωρία του για την υποκριτική στον κινηματογράφο: «Όταν ένας ηθοποιός ερχόταν και με ρωτούσε τι ακριβώς είναι ο ρόλος του, του απαντούσα “Βρίσκεται μέσα στο σενάριο”. Στην συνέχεια, αν με ρωτούσε “Ναι, αλλά ποιο είναι το κίνητρό μου;”, του απαντούσα “Ο μισθός σου”». Για τον Χίτσκοκ, ο ηθοποιός στον κινηματογράφο ήταν απλώς ένα όργανο: Οι ταινίες του ήταν έτοιμες στο μυαλό του πολύ πριν τα γυρίσματα. Άλλωστε οι απόψεις του περί του θέματος γίνονται φανερές και από την δήλωσή του ότι ζηλεύει τους δημιουργούς cartoons: "Όταν δεν τους αρέσει ένας ηθοποιός, απλώς τον σκίζουν". Προφανώς, ο Χίτσκοκ δεν ήταν φαν των θεατρικών μεθόδων στην έβδομη τέχνη που υπηρετούσε, και την οποία «στόλισε» κατά καιρούς με διάφορα ιδιοφυή σχόλια. «Κάποιοι λένε ότι οι ταινίες είναι φέτες ζωής. Οι δικές μου είναι φέτες κέικ», δήλωσε για το έργο του ο θείος Άλφρεντ, συμπληρώνοντας: «Γυρίζω τις σκηνές φόνου σαν ερωτικές σκηνές και τις ερωτικές σκηνές, σαν σκηνές φόνου». Μάλιστα, ο Βρετανός σκηνοθέτης όρισε με τον τρόπο του και την ιδανική διάρκεια μιας ταινίας: «Πρέπει να διαρκεί όσο αντέχει η ουροδόχος κύστη του θεατή».