Η εύρεση χορηγού στην ερασιτεχνική ομάδα Βουκεφάλας της Λάρισας προκάλεσε πολλά χαμόγελα στους υποστηρικτές της. Οι ροζ φανέλες που φόρεσαν οι παίκτες με τυπωμένη τη χορηγία του «Οίκου Εποχής Σούλα» προκάλεσε επίσης και πονηρά μειδιάματα. Η είδηση ξέφυγε από τα όρια της θεσσαλικής πρωτεύουσας και πλέον η ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής-χορηγού του Βουκεφάλα έγινε πανελληνίως γνωστή ως «η κυρία του Κάμπου». Αυτή είναι η ιστορία της.
Η 67χρονη Χρυσούλα Αλευρίδου είναι μια μικρόσωμη ξανθιά κυρία, με κοντοκουρεμένο μαλλί, περιποιημένη και ντυμένη απλά, χωρίς τίποτα πάνω της να φαντάζει κραυγαλέο. Είναι επίσης η γιαγιά δύο εγγονών, που όλοι οι γείτονες καλημερίζουν και όλοι οι συντοπίτες της χαίρονται να γνωρίζουν. Ή τουλάχιστον σχεδόν όλοι, αφού η ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας οίκων ανοχής για κάποιους ανθρώπους προκατειλημμένους δεν είναι αποδεκτή. Τα πράγματα για την ίδια θα μπορούσαν όμως να είναι πολύ χειρότερα, κυρίως όταν μια «μαντάμ» γίνεται ξακουστή για τις υπηρεσίες της στα όρια της περιφέρειας και εντός του Θεσσαλικού Κάμπου. Η κυρία Χρυσούλα, όμως, ή Σούλα όπως την ξέρουν πολλοί και όπως η ίδια ονομάζει τον «Οίκο Εποχής», κατάφερε να σπάσει τα ταμπού, προσφέροντας εκτός από τις σεξουαλικές υπηρεσίες της επιχείρησής της και αμέριστη βοήθεια στους συμπατριώτες της -είτε ενισχύοντας οικονομικά άπορες οικογένειες, είτε δωρίζοντας βιβλιοθήκες στα σχολεία, είτε δίνοντας αίμα η ίδια ή τα «κορίτσια της» σε όποιον το ζητήσει- και αυτό δεν το λέει η ίδια αλλά οι κάτοικοι. Είναι άλλωστε σήμερα σε θέση να στεγάζει το σπίτι και τον πολυτελή οίκο ανοχής της σε 27 στρέμματα γης, μια επένδυση που της κόστισε, όπως λέει, 4 εκατ. ευρώ και που το καλοκαίρι του 2010 εγκαινίασε πανηγυρικά με την παρουσία της Τζούλιας Αλεξανδράτου.
Η «κυρία του Κάμπου», όπως την αποκαλούν, είναι σήμερα η ιδιοκτήτρια των δύο πιο φημισμένων οίκων ανοχής της Θεσσαλίας -τον «Οίκο Εποχής» και το «Villa Erotica»-, γεγονός που της έχει δώσει τη δυνατότητα να επενδύει εκατομμύρια, «κόποι μιας ζωής» όπως η ίδια λέει. Τα πέτρινα χρόνια της ζωής της είναι πάντα παρόντα στη συζήτηση και η βουτιά στις μνήμες του παρελθόντος αναπόφευκτη. Ισως αυτή να είναι και η λύτρωσή της. Η «κυρία Σούλα» δεν ξεχνά ούτε από πού ξεκίνησε ούτε ψάχνει να βρει δικαιολογίες. Τα πράγματα για την ίδια είναι απλά. Δεν είχε να φάει ούτε εκείνη, αλλά ούτε η τυφλή μάνα της και το παιδί της. Τελεία.
Οι ρίζες της οικογένειας της Χρυσούλας Αλευρίδου φτάνουν μέχρι τις πόλεις του Πόντου, αλλά η ίδια γεννήθηκε στο Κιλκίς όταν οι γονείς της εγκαταστάθηκαν εκεί επί Βενιζέλου. «Οι γονείς μου ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ. Από τα τέσσερα παιδιά ήμουν το πιο μικρό. Μόλις με γέννησε η μητέρα μου Ειρήνη, ο πατέρας μου έφυγε για τη Τσεχοσλοβακία, αλλά τελικά σκοτώθηκε στο αντάρτικο, στο Παραπέτασμα. Τον φώναζαν καπετάν Τότο, γιατί το όνομά του ήταν Θοδωρής, δηλαδή Τότος στα ρώσικα. Ημουν 17 ημερών και ήδη ορφανή από πατέρα. Η μητέρα μου δούλευε όπου μπορούσε κι εγώ μόλις 11 ετών δούλευα ως υπηρέτρια σε σπίτια». Σε εκείνη την ηλικία γνωρίζει και τον πατέρα του παιδιού της, ένα αγόρι 14 ετών, του οποίου η οικογένεια ανήκε στους μαυραγορίτες, όπως θυμάται η ίδια. «Η οικογένεια του άνδρα μου ήταν από το Κιλκίς, αλλά ήταν διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων από τη δική μας. Ο πατέρας του ήταν μαυραγορίτης και ο δικός μου αντάρτης. Στα 15 μου χρόνια έμεινα έγκυος και στα 18 μου ο άνδρας μου πέθανε από καρκίνο στο συκώτι. Πώς να μπορέσω να μεγαλώσω μόνη ένα παιδί;», ρωτάει χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση. Από το Κιλκίς κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και δουλεύει όπου μπορεί: καθαρίστρια σε σπίτια, αγρότισσα στα χωράφια, πλύστρα σε εργοστάσιο όπου μάζευε τα γυάλινα μπουκάλια αναψυκτικών για να τα ξαναγεμίσει με πορτοκαλάδα, ενώ κάποια στιγμή πέρασε και από τη Siemens για να συναρμολογεί τηλέφωνα, αλλά χωρίς επιτυχία: «Είχα χοντρά χέρια από τα χωράφια και τα πλυσίματα κι έτσι δεν με πήραν», θυμάται η κυρία Σούλα και συνεχίζει: «Στις αρχές του ’60 τα αδέλφια μου έχουν φύγει μετανάστες στη Γερμανία. Η μητέρα μου ήταν στη φυλακή ως πολιτική κρατούμενος και όταν αποφυλακίστηκε έδινε μάχες για να με μεγαλώσει. Είχε όμως πρόβλημα στα μάτια και γρήγορα έμεινε τυφλή. Είχα φτάσει 27 ετών και δεν μπορούσα να στηρίξω την οικογένεια οικονομικά. Ημουν όμως και όμορφη και μου το έλεγαν όλοι». Η σκέψη να καταφύγει στην πορνεία άρχισε να τρυπώνει στο μυαλό της - με τον ίδιο τρόπο που η πείνα της θύμιζε το άδειο στομάχι του παιδιού της και της μάνας της.
Η μέρα που θα πάρει την απόφαση να γίνει ιερόδουλη δεν θα αργήσει να έρθει: «Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Η ανάγκη όμως αλλά και η σκέψη ότι το παιδί μου δεν έχει να φάει με έκανε να αντέχω. Χόρτασα από έρωτες, έβγαλα πολλά χρήματα και δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτό που έκανα». Τα τελευταία 35 χρόνια ζει στη Λάρισα και από το 2009 σε ένα σπίτι που βρίσκεται δίπλα ακριβώς από τις μεζονέτες που στεγάζουν τον «Οίκο Εποχής».
Ο «Οίκος Εποχής» δεν είναι ένα συνηθισμένο «σπίτι». Περσικά χαλιά, δερμάτινοι καναπέδες, πριβέ αίθουσα με τζακούζι και spa, τηλεόραση plasma στη σάλα αναμονής και πίνακες με θέμα την Πομπηία (με συνειρμούς σε σεξουαλικά όργια) δεν αποτελούν το σύνηθες ντεκόρ ενός τυπικού οίκου ανοχής. Η πολυτέλεια και η άνεση είναι κυρίαρχα στοιχεία των χώρων, γεγονός που όπως φαίνεται εκτιμούν ιδιαίτερα οι τακτικοί πελάτες της μαντάμ Σούλας.
«Δούλεψα από πολύ μικρή για να τα φτιάξω όλα αυτά. Μέχρι στιγμής έχω χαλάσει 4 εκατ. ευρώ, τα οποία προέκυψαν από δάνεια αλλά και από τις οικονομίες μιας ζωής. Τώρα, όμως, δεν χρωστάω σε κανέναν. Βλέπεις, δεν είμαι από εκείνους που θα βγάλουν όλα τα λεφτά τους στην Ελβετία. Εγώ τα έχω εδώ και κάνω δουλειές για να ζει ο κόσμος. Αν είχα βγάλει τα λεφτά μου στην Ελβετία -που κάλλιστα θα μπορούσα-, θα ήμουν στη λίστα με το CD», λέει αστειευόμενη.
Σήμερα η κυρία Σούλα απασχολεί 14 κοπέλες, Ελληνίδες αλλά και ξένες. Οι μισές εργάζονται στη «Villa Erotika» και οι άλλες μισές στον «Οίκο Εποχής». Ολες με βάρδιες, από τις 11 το πρωί μέχρι τις 3 τα ξημερώματα. «Τώρα με την κρίση έχουν έρθει και Ελληνίδες και μου έχουν ζητήσει δουλειά. Ξέρεις, οι περισσότερες Ελληνίδες συνηθίζουν να δουλεύουν μόνες τους. Πηγαίνουν στο Κολωνάκι και κλείνουν τις δουλειές τους. Γι’ αυτό βλέπεις κοριτσάκια να κυκλοφορούν με τσάντες και παπούτσια αξίας 1.000 ευρώ ενώ η οικογένειά τους δεν έχει στον ήλιο μοίρα». Η επιχειρηματική δραστηριότητα της 67χρονης γυναίκας ξεκίνησε το 2007, όταν και άνοιξε στο 5ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Λάρισας - Τρικάλων τη «Villa Erotika». «Είχαμε μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο γιατί δεν θυμίζαμε τα γνωστά μπουρδέλα που ξέρουν οι περισσότεροι σε Αθήνα και επαρχία», αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά για την επιτυχία της. «Αυτό τον οίκο διαχειρίζεται σήμερα ο γιος μου, ο οποίος μου έχει χαρίσει και δύο εγγονάκια», λέει με περηφάνια.
Η χορηγία και το «πριμ» στους παίκτες
Στην περίπτωση της ερασιτεχνικής ομάδας Βουκεφάλας της Λάρισας σεξ και ποδόσφαιρο είχαν αγαστή συνεργασία και ουδόλως ιδρώνουν τα αφτιά των παραγόντων της ομάδας αν κάποιοι σχολιάσουν περιπαικτικά τις ροζ φανέλες των παικτών με το όνομα του χορηγού: «ΟΙΚΟΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΟΥΛΑ» στην μπροστινή πλευρά τους, «Villa Erotica» στην πίσω. «Η χορηγία ξεκίνησε όταν συζήτησα με έναν παλιό μου φίλο, ο γιος του οποίου παίζει τερματοφύλακας στην ομάδα. Βρεθήκαμε και με τον πρόεδρο της ομάδας (σ.σ.: Γιάννης Ματζιόλας), τα συμφωνήσαμε κι έτσι τους βοήθησα, χωρίς να σκεφτώ καθόλου τη διαφήμιση. Είμαι σε μια ηλικία που είμαι πιο σοφή. Σήμερα πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά μας, να στηρίζουμε τον αθλητισμό και τον πολιτισμό μας. Γι’ αυτό κι εγώ είπα αμέσως το “ναι” βοηθώντας τα παιδιά του Βουκεφάλα», εξηγεί την απόφαση της χορηγίας η ιδιοκτήτρια των οίκων ανοχής. Αλλωστε, όπως δήλωσε και ο πρόεδρος της ομάδας, η στήριξη της «κυρίας του Κάμπου» προβλέπει και πιο «διευρυμένους» τομείς: το πριμ που θα δίνεται στους παίκτες μετά τις νίκες θα είναι η δωρεάν επίσκεψη στον «Οίκο Εποχής». Το σίγουρο είναι ότι στη ζωή της κυρίας Χρυσούλας Αλευρίδου τα ταμπού δεν έχουν θέση αφού απαλλάχτηκε από αυτά νωρίς. Σήμερα η ίδια θεωρεί τον εαυτό της επιχειρηματία - δαιμόνια όπως όλα δείχνουν.
Η 67χρονη Χρυσούλα Αλευρίδου είναι μια μικρόσωμη ξανθιά κυρία, με κοντοκουρεμένο μαλλί, περιποιημένη και ντυμένη απλά, χωρίς τίποτα πάνω της να φαντάζει κραυγαλέο. Είναι επίσης η γιαγιά δύο εγγονών, που όλοι οι γείτονες καλημερίζουν και όλοι οι συντοπίτες της χαίρονται να γνωρίζουν. Ή τουλάχιστον σχεδόν όλοι, αφού η ιδιότητά της ως ιδιοκτήτριας οίκων ανοχής για κάποιους ανθρώπους προκατειλημμένους δεν είναι αποδεκτή. Τα πράγματα για την ίδια θα μπορούσαν όμως να είναι πολύ χειρότερα, κυρίως όταν μια «μαντάμ» γίνεται ξακουστή για τις υπηρεσίες της στα όρια της περιφέρειας και εντός του Θεσσαλικού Κάμπου. Η κυρία Χρυσούλα, όμως, ή Σούλα όπως την ξέρουν πολλοί και όπως η ίδια ονομάζει τον «Οίκο Εποχής», κατάφερε να σπάσει τα ταμπού, προσφέροντας εκτός από τις σεξουαλικές υπηρεσίες της επιχείρησής της και αμέριστη βοήθεια στους συμπατριώτες της -είτε ενισχύοντας οικονομικά άπορες οικογένειες, είτε δωρίζοντας βιβλιοθήκες στα σχολεία, είτε δίνοντας αίμα η ίδια ή τα «κορίτσια της» σε όποιον το ζητήσει- και αυτό δεν το λέει η ίδια αλλά οι κάτοικοι. Είναι άλλωστε σήμερα σε θέση να στεγάζει το σπίτι και τον πολυτελή οίκο ανοχής της σε 27 στρέμματα γης, μια επένδυση που της κόστισε, όπως λέει, 4 εκατ. ευρώ και που το καλοκαίρι του 2010 εγκαινίασε πανηγυρικά με την παρουσία της Τζούλιας Αλεξανδράτου.
Η «κυρία του Κάμπου», όπως την αποκαλούν, είναι σήμερα η ιδιοκτήτρια των δύο πιο φημισμένων οίκων ανοχής της Θεσσαλίας -τον «Οίκο Εποχής» και το «Villa Erotica»-, γεγονός που της έχει δώσει τη δυνατότητα να επενδύει εκατομμύρια, «κόποι μιας ζωής» όπως η ίδια λέει. Τα πέτρινα χρόνια της ζωής της είναι πάντα παρόντα στη συζήτηση και η βουτιά στις μνήμες του παρελθόντος αναπόφευκτη. Ισως αυτή να είναι και η λύτρωσή της. Η «κυρία Σούλα» δεν ξεχνά ούτε από πού ξεκίνησε ούτε ψάχνει να βρει δικαιολογίες. Τα πράγματα για την ίδια είναι απλά. Δεν είχε να φάει ούτε εκείνη, αλλά ούτε η τυφλή μάνα της και το παιδί της. Τελεία.
Οι ρίζες της οικογένειας της Χρυσούλας Αλευρίδου φτάνουν μέχρι τις πόλεις του Πόντου, αλλά η ίδια γεννήθηκε στο Κιλκίς όταν οι γονείς της εγκαταστάθηκαν εκεί επί Βενιζέλου. «Οι γονείς μου ήταν αντάρτες του ΕΛΑΣ. Από τα τέσσερα παιδιά ήμουν το πιο μικρό. Μόλις με γέννησε η μητέρα μου Ειρήνη, ο πατέρας μου έφυγε για τη Τσεχοσλοβακία, αλλά τελικά σκοτώθηκε στο αντάρτικο, στο Παραπέτασμα. Τον φώναζαν καπετάν Τότο, γιατί το όνομά του ήταν Θοδωρής, δηλαδή Τότος στα ρώσικα. Ημουν 17 ημερών και ήδη ορφανή από πατέρα. Η μητέρα μου δούλευε όπου μπορούσε κι εγώ μόλις 11 ετών δούλευα ως υπηρέτρια σε σπίτια». Σε εκείνη την ηλικία γνωρίζει και τον πατέρα του παιδιού της, ένα αγόρι 14 ετών, του οποίου η οικογένεια ανήκε στους μαυραγορίτες, όπως θυμάται η ίδια. «Η οικογένεια του άνδρα μου ήταν από το Κιλκίς, αλλά ήταν διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων από τη δική μας. Ο πατέρας του ήταν μαυραγορίτης και ο δικός μου αντάρτης. Στα 15 μου χρόνια έμεινα έγκυος και στα 18 μου ο άνδρας μου πέθανε από καρκίνο στο συκώτι. Πώς να μπορέσω να μεγαλώσω μόνη ένα παιδί;», ρωτάει χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση. Από το Κιλκίς κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και δουλεύει όπου μπορεί: καθαρίστρια σε σπίτια, αγρότισσα στα χωράφια, πλύστρα σε εργοστάσιο όπου μάζευε τα γυάλινα μπουκάλια αναψυκτικών για να τα ξαναγεμίσει με πορτοκαλάδα, ενώ κάποια στιγμή πέρασε και από τη Siemens για να συναρμολογεί τηλέφωνα, αλλά χωρίς επιτυχία: «Είχα χοντρά χέρια από τα χωράφια και τα πλυσίματα κι έτσι δεν με πήραν», θυμάται η κυρία Σούλα και συνεχίζει: «Στις αρχές του ’60 τα αδέλφια μου έχουν φύγει μετανάστες στη Γερμανία. Η μητέρα μου ήταν στη φυλακή ως πολιτική κρατούμενος και όταν αποφυλακίστηκε έδινε μάχες για να με μεγαλώσει. Είχε όμως πρόβλημα στα μάτια και γρήγορα έμεινε τυφλή. Είχα φτάσει 27 ετών και δεν μπορούσα να στηρίξω την οικογένεια οικονομικά. Ημουν όμως και όμορφη και μου το έλεγαν όλοι». Η σκέψη να καταφύγει στην πορνεία άρχισε να τρυπώνει στο μυαλό της - με τον ίδιο τρόπο που η πείνα της θύμιζε το άδειο στομάχι του παιδιού της και της μάνας της.
Η μέρα που θα πάρει την απόφαση να γίνει ιερόδουλη δεν θα αργήσει να έρθει: «Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Η ανάγκη όμως αλλά και η σκέψη ότι το παιδί μου δεν έχει να φάει με έκανε να αντέχω. Χόρτασα από έρωτες, έβγαλα πολλά χρήματα και δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτό που έκανα». Τα τελευταία 35 χρόνια ζει στη Λάρισα και από το 2009 σε ένα σπίτι που βρίσκεται δίπλα ακριβώς από τις μεζονέτες που στεγάζουν τον «Οίκο Εποχής».
Ο «Οίκος Εποχής» δεν είναι ένα συνηθισμένο «σπίτι». Περσικά χαλιά, δερμάτινοι καναπέδες, πριβέ αίθουσα με τζακούζι και spa, τηλεόραση plasma στη σάλα αναμονής και πίνακες με θέμα την Πομπηία (με συνειρμούς σε σεξουαλικά όργια) δεν αποτελούν το σύνηθες ντεκόρ ενός τυπικού οίκου ανοχής. Η πολυτέλεια και η άνεση είναι κυρίαρχα στοιχεία των χώρων, γεγονός που όπως φαίνεται εκτιμούν ιδιαίτερα οι τακτικοί πελάτες της μαντάμ Σούλας.
«Δούλεψα από πολύ μικρή για να τα φτιάξω όλα αυτά. Μέχρι στιγμής έχω χαλάσει 4 εκατ. ευρώ, τα οποία προέκυψαν από δάνεια αλλά και από τις οικονομίες μιας ζωής. Τώρα, όμως, δεν χρωστάω σε κανέναν. Βλέπεις, δεν είμαι από εκείνους που θα βγάλουν όλα τα λεφτά τους στην Ελβετία. Εγώ τα έχω εδώ και κάνω δουλειές για να ζει ο κόσμος. Αν είχα βγάλει τα λεφτά μου στην Ελβετία -που κάλλιστα θα μπορούσα-, θα ήμουν στη λίστα με το CD», λέει αστειευόμενη.
Σήμερα η κυρία Σούλα απασχολεί 14 κοπέλες, Ελληνίδες αλλά και ξένες. Οι μισές εργάζονται στη «Villa Erotika» και οι άλλες μισές στον «Οίκο Εποχής». Ολες με βάρδιες, από τις 11 το πρωί μέχρι τις 3 τα ξημερώματα. «Τώρα με την κρίση έχουν έρθει και Ελληνίδες και μου έχουν ζητήσει δουλειά. Ξέρεις, οι περισσότερες Ελληνίδες συνηθίζουν να δουλεύουν μόνες τους. Πηγαίνουν στο Κολωνάκι και κλείνουν τις δουλειές τους. Γι’ αυτό βλέπεις κοριτσάκια να κυκλοφορούν με τσάντες και παπούτσια αξίας 1.000 ευρώ ενώ η οικογένειά τους δεν έχει στον ήλιο μοίρα». Η επιχειρηματική δραστηριότητα της 67χρονης γυναίκας ξεκίνησε το 2007, όταν και άνοιξε στο 5ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Λάρισας - Τρικάλων τη «Villa Erotika». «Είχαμε μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο γιατί δεν θυμίζαμε τα γνωστά μπουρδέλα που ξέρουν οι περισσότεροι σε Αθήνα και επαρχία», αναφέρει η ίδια χαρακτηριστικά για την επιτυχία της. «Αυτό τον οίκο διαχειρίζεται σήμερα ο γιος μου, ο οποίος μου έχει χαρίσει και δύο εγγονάκια», λέει με περηφάνια.
Η χορηγία και το «πριμ» στους παίκτες
Στην περίπτωση της ερασιτεχνικής ομάδας Βουκεφάλας της Λάρισας σεξ και ποδόσφαιρο είχαν αγαστή συνεργασία και ουδόλως ιδρώνουν τα αφτιά των παραγόντων της ομάδας αν κάποιοι σχολιάσουν περιπαικτικά τις ροζ φανέλες των παικτών με το όνομα του χορηγού: «ΟΙΚΟΣ ΕΠΟΧΗΣ ΣΟΥΛΑ» στην μπροστινή πλευρά τους, «Villa Erotica» στην πίσω. «Η χορηγία ξεκίνησε όταν συζήτησα με έναν παλιό μου φίλο, ο γιος του οποίου παίζει τερματοφύλακας στην ομάδα. Βρεθήκαμε και με τον πρόεδρο της ομάδας (σ.σ.: Γιάννης Ματζιόλας), τα συμφωνήσαμε κι έτσι τους βοήθησα, χωρίς να σκεφτώ καθόλου τη διαφήμιση. Είμαι σε μια ηλικία που είμαι πιο σοφή. Σήμερα πρέπει να βοηθάμε τα παιδιά μας, να στηρίζουμε τον αθλητισμό και τον πολιτισμό μας. Γι’ αυτό κι εγώ είπα αμέσως το “ναι” βοηθώντας τα παιδιά του Βουκεφάλα», εξηγεί την απόφαση της χορηγίας η ιδιοκτήτρια των οίκων ανοχής. Αλλωστε, όπως δήλωσε και ο πρόεδρος της ομάδας, η στήριξη της «κυρίας του Κάμπου» προβλέπει και πιο «διευρυμένους» τομείς: το πριμ που θα δίνεται στους παίκτες μετά τις νίκες θα είναι η δωρεάν επίσκεψη στον «Οίκο Εποχής». Το σίγουρο είναι ότι στη ζωή της κυρίας Χρυσούλας Αλευρίδου τα ταμπού δεν έχουν θέση αφού απαλλάχτηκε από αυτά νωρίς. Σήμερα η ίδια θεωρεί τον εαυτό της επιχειρηματία - δαιμόνια όπως όλα δείχνουν.