Η λίμπα είναι δεξαμενή ή λάκκος στον οποίο καταλήγει υγρό (π.χ. λάδι σε ελαιοτριβείο).
Μεταφορά στην ελληνική της διαλεκτ. ιταλ. Λέξης limba (=λεκάνη, κοιλότητα εδάφους), που ετυμολογείται από το μεταγενέστερο λατ. ουσ. lembus (σπάν. limbus = μικρό, γρήγορο ιστιοφόρο), το οποίο αποτελεί μεταγραφή στη λατινική της ελλην. λέμβου (= μικρό και ελαφρύ σκάφος).
Η γνωστή νεοελληνική φράση «τα κάνω λίμπα» από την αρχική σημασία «γεμίζω με λάδια» (πβ. διαλεκτ. λιμπί = πέτρινο δοχείο ελαιοτριβείου, όπου καταλήγει το λάδι) κατέληξε να σημαίνει «λερώνω, προκαλώ αναστάτωση».