Κατά την εποχή κορύφωσης της χρηματοοικονομικής κρίσης, η βασίλισσα της Αγγλίας απηύθυνε στους φίλους μου στο London School of Economics μια απλή ερώτηση, για την οποία όμως δεν υπήρχε εύκολη απάντηση: Γιατί οι οικονομολόγοι δεν κατάφεραν να προβλέψουν την κρίση;
Υπάρχουν αρκετές απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα. Μία από αυτές είναι ότι οι οικονομολόγοι δεν είχαν στη διάθεσή τους μοντέλα για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς που οδήγησε στην κρίση. Μία άλλη απάντηση είναι ότι οι οικονομολόγοι ακολουθούσαν σχεδόν τυφλά την ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία σε μια ελεύθερη και χωρίς εμπόδια αγορά δεν μπορούν να γίνουν λάθη.
Και, τέλος, μια απάντηση που κερδίζει μεγαλύτερο έδαφος είναι ότι το σύστημα δωροδόκησε τους οικονομολόγους για να μην μιλήσουν. Κατά την άποψή μου, η αλήθεια είναι διαφορετική.
Δεν είναι αλήθεια ότι εμείς οι ακαδημαϊκοί δεν είχαμε χρήσιμα μοντέλα που να επεξηγούν τι συνέβη. Εάν πιστεύει κανείς ότι η κρίση προκλήθηκε από την έλλειψη ρευστότητας, είχαμε αρκετά μοντέλα που ανέλυαν τις ελλείψεις ρευστότητας και τις συνέπειές τους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Εάν πιστεύει κανείς ότι το αίτιο της κρίσης ήταν η απληστία των τραπεζικών στελεχών και των αλόγιστων επενδυτών -υπό τον εφησυχασμό της υπόσχεσης ότι το κράτος θα σπεύσει σε οικονομική διάσωση- ή μια αγορά που «τρελάθηκε» από παράλογη ευφορία, τα είχαμε μελετήσει όλα αυτά και με μεγάλη λεπτομέρεια.
Οι οικονομολόγοι είχαν αναλύσει ακόμη και την πολιτική οικονομία των κανονισμών και της απελευθέρωσής τους, κατά συνέπεια θα μπορούσαμε να είχαμε κατανοήσει γιατί ορισμένοι Αμερικανοί πολιτικοί είχαν στρέψει τον ιδιωτικό τομέα προς την ευνοϊκή χρηματοδότηση στέγης, ενώ άλλοι απελευθέρωσαν το πλαίσιο της ιδιωτικής χρηματοδότησης. Και όμως, με κάποιον τρόπο, δεν χρησιμοποιήσαμε αυτά τα συμπεράσματα και αποφύγαμε τις προειδοποιήσεις.
Ίσως ο λόγος να ήταν η ιδεολογία: είμαστε υπερβολικά «αφοσιωμένοι» στην ιδέα ότι οι αγορές είναι αποτελεσματικές, οι συμμετέχοντες σε αυτές ενεργούν με σύνεση και ότι οι υψηλές τιμές δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Μέρος όμως των επικρίσεων κατά του «φονταμενταλισμού της αγοράς» αντικατοπτρίζει μια παρεξήγηση. Η κυρίαρχη θεωρία των αποτελεσματικών αγορών λέει απλώς ότι οι αγορές αντικατοπτρίζουν αυτό που είναι ευρέως γνωστό και ότι είναι δύσκολο να κερδίζει κανείς συνέχεια χρήματα από τις αγορές -κάτι που επαληθεύθηκε από το πλήγμα που υπέστησαν τα χαρτοφυλάκια των περισσοτέρων επενδυτών κατά την κρίση.
Η θεωρία δεν λέει ότι οι αγορές δεν μπορούν να «βουλιάξουν» εάν οι εξελίξεις είναι αρνητικές ή εάν οι επενδυτές αποφύγουν το ρίσκο.
Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ήταν προφανής η επιδείνωση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών και ότι η αγορά (και οι οικονομολόγοι) το αγνόησαν. Αλλά οι εκ των υστέρων παραδοχές στρεβλώνουν την ανάλυση. Δεν μπορούμε να επικαλούμαστε μια μοναχική «Κασσάνδρα» -όπως ο Ρόμπερτ Σίλερ του Πανεπιστημίου Γιέιλ, που είχε επανειλημμένως υποστηρίξει ότι οι τιμές κατοικιών έχουν ενισχυθεί σε υπερβολικά επίπεδα- ως απόδειξη ότι αγνοήθηκε η αλήθεια. Ανέκαθεν υπήρχαν σκεπτικιστές και συχνά είχαν αποδειχθεί λάθος. Και υπήρχαν πολλοί οικονομολόγοι που πίστευαν ότι οι τιμές κατοικιών -αν και σε υψηλά επίπεδα- δεν αναμένεται να «καταρρεύσουν».
Φυσικά, αυτές οι προσδοκίες θα μπορούσαν να είχαν επηρεασθεί από την ιδεολογία -είναι δύσκολο να ξέρει κανείς τι συμβαίνει στο μυαλό των οικονομολόγων. Υπάρχει όμως καλύτερος λόγος να είναι κανείς επιφυλακτικός απέναντι στις εξηγήσεις που βασίζονται στην ιδεολογία. Ως σύνολο, ούτε οι συμπεριφοριστές οικονομολόγοι, που θεωρούν ότι η αποτελεσματικότητα των αγορών είναι απλώς ένα αστείο, ούτε οι προοδευτικοί οικονομολόγοι, που είναι δύσπιστοι απέναντι στις ελεύθερες αγορές, είχαν καταφέρει να προβλέψουν την κρίση.
Μήπως πρόκειται για διαφθορά; Ορισμένοι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι ασκούν καθήκοντα συμβούλου σε τράπεζες ή οίκους αξιολόγησης και διεξάγουν έρευνες επ’ αμοιβή. Θα ήταν φυσικό να μας υποπτευθεί κανείς για μεροληψία. Και η μεροληψία θα ήταν έμμεση: η κοσμοθεωρία μας διαμορφώνεται από το τι πιστεύουν οι φίλοι μας στο συγκεκριμένο τομέα. Ή θα μπορούσε να είναι άμεση: ένας οικονομολόγος μπορεί να γράψει μία έκθεση που έχει επηρεασθεί από το τι θέλει ο χορηγός να ακούσει ή να παραθέσει απόψεις για καθαρά ίδιο όφελος.
Yπάρχουν αρκετές περιπτώσεις πιθανής μεροληψίας, που το συγκεκριμένο ζήτημα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Μία λύση θα ήταν η απαγόρευση κάθε είδους αλληλεπίδρασης μεταξύ των οικονομολόγων και του εταιρικού κόσμου.
Εάν όμως περιορίζονταν οι απόψεις των οικονομολόγων, μπορεί μεν να ήμασταν αμερόληπτοι, ταυτοχρόνως όμως θα αγνοούσαμε τις πιθανές εφαρμογές -και έτσι δεν θα είχαμε τη δυνατότητα να προβλέψουμε προβλήματα. Ένας τρόπος για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μπορεί να είναι η αποκάλυψη περισσότερων στοιχείων -για τους οικονομολόγους η διακήρυξη ενός χρηματικού ενδιαφέροντος σε μια συγκεκριμένη ανάλυση και, πιο γενικά, να εξηγήσουν ποιος μας πληρώνει. Ορισμένα πανεπιστήμια κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Πιστεύω όμως ότι η διαφθορά δεν αποτελεί το βασικό λόγο που το επάγγελμα έχασε την κρίση. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι έχουν ελάχιστη αλληλεπίδραση με τον εταιρικό κόσμο, και αυτοί οι «αμερόληπτοι» οικονομολόγοι δεν τα κατάφεραν καλύτερα στο να προβλέψουν την κρίση.
Θα υποστήριζα ότι τρεις παράγοντες επεξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη συλλογική μας αποτυχία: η εξειδίκευση, η δυσκολία πρόβλεψης και η απεμπλοκή των περισσοτέρων του επαγγέλματος από τον πραγματικό κόσμο.
Όπως η ιατρική, έτσι και η οικονομία έχει κατακερματισθεί -οι μακροοικονομολόγοι συνήθως δεν δίνουν προσοχή σε αυτό που μελετούν οι οικονομολόγοι που εξειδικεύονται στο χρηματοοικονομικό τομέα, ή οι οικονομολόγοι που ασχολούνται με την κτηματαγορά και το αντίθετο.
Για να προβλέψει κανείς την κρίση χρειαζόταν κάποιον που ήξερε όλους αυτούς τους τομείς -όπως όταν χρειάζεται ένας καλός γενικός θεραπευτής για να αναγνωρίσει μια εξωτική ασθένεια. Επειδή το επάγγελμα ανταμείβει μόνο την προσεκτική, με σωστά επιχειρήματα, αλλά απαραιτήτως περιορισμένη ανάλυση, ελάχιστοι είναι οι οικονομολόγοι που προσπαθούν να επεκταθούν σε διαφόρους τομείς.
Ακόμη κι αν το έκαναν, θα απέφευγαν τις προβλέψεις. Το βασικό πλεονέκτημα που έχουν οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι έναντι των επαγγελματιών που εξειδικεύονται στα προγνωστικά ίσως να είναι η μεγαλύτερη επίγνωση των καθιερωμένων σχέσεων μεταξύ παραγόντων. Αυτό, όμως που είναι πιο δύσκολο να προβλέψει κανείς είναι τα σημεία καμπής -όταν διαλύονται οι παλαιές σχέσεις.
Παρόλο που μπορεί να υπάρξουν κάποιοι παράγοντες που να καταδεικνύουν σημεία καμπής -η αύξηση της βραχυπρόθεσμης μόχλευσης και των τιμών ενεργητικού, για παράδειγμα, συχνά προοιωνίζεται το σκάσιμο φούσκας- από την άλλη δεν αποτελούν αλάνθαστα σημάδια για μελλοντικούς μπελάδες.
Η πενιχρή επαγγελματική ανταμοιβή για την ευρύτητα, σε συνδυασμό με την ανακρίβεια και τον κίνδυνο που εγκυμονούν οι προβλέψεις για τη φήμη ενός ακαδημαϊκού, οδηγούν σε απεμπλοκή για τους περισσοτέρους ακαδημαϊκούς.
Και θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι δεν έχουν και πολλά να πουν για τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές κινήσεις, κατά συνέπεια οι προβλέψεις -με όλα τους τα λάθη- θα ήταν καλύτερα να γίνονται από τους επαγγελματίες που ασχολούνται με τα προγνωστικά.
Ο κίνδυνος όμως είναι μήπως η απεμπλοκή από τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις οδηγήσει τους οικονομολόγους να αγνοήσουν μεσοπρόθεσμες τάσεις που θα μπορούσαν να εντοπίσουν.
Εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο πραγματικός λόγος που οι οικονομολόγοι δεν κατάφεραν να προβλέψουν την κρίση θα μπορούσε να είναι πολύ πιο απλός από τα ανεπαρκή μοντέλα, την ιδεολογική «τύφλωση» ή τη διαφθορά, και -γι’ αυτό το λόγο- πολύ πιο ανησυχητικός: Απλούστατα, πολλοί δεν έδωσαν σημασία!
——-
RAGHURAM RAJAN, καθηγητής οικονομικών στη Σχολή Επιχειρήσεων Booth, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Fault Lines: How Hidden Fractures still Threaten the World Economy».
Copyright: Project Syndicate, 2011
www.project-syndicate.org