English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Θα ήμαστε η γενιά που ήξερε…



Ο παππούς μου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα χωριό των Ιωαννίνων το 1924. Λίγο μετά τον διωγμό του 1922 στη Μικρά Ασία, λίγο πριν τη Κατοχή, τον εμφύλιο, τη βασιλεία, τη Δικτατορία του Μεταξά, του Παπαδόπουλου και άλλα πολλά. Στις εκλογές του Ιουνίου του 2012, ο παππούς μου δεν πήγε να ψηφίσει. Σε μια κουβέντα που του έκανα πριν τα αποτελέσματα τον ρώτησα «Ρε συ παππού, στα τόσα χρόνια που ζεις και στα τόσα πολλά που έχει δει, ποιός ήταν ο καλύτερος που έχει ζήσει;». Πολύ γρήγορα μου λέει «Ο Παπαδόπουλος. Με τον Παπαδόπουλο κοιμόμασταν στα χωράφια», θέλοντας έτσι να μου δείξει την αίσθηση της ασφάλειας και της ελευθερίας που είχε.
Δεν το κακίζω. Ως εκεί τον ενημέρωνε η κρατική τηλεόραση και αυτά του έλεγε και ο παπάς του χωριού κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Μεγάλωσε μισώντας τους κομμουνιστές και για αυτόν η Γιάρος και η Μακρόνησος δεν σήμαιναν τίποτα από τη στιγμή που «η Χούντα μας έφτιαξε δρόμους».
Ζούμε σε μια χώρα που ανά 30 χρόνια έχουμε δικτατορίες. Ίσως με κάποιες παραλλαγές αλλά με ίδιο αποτέλεσμα. Τι κι αν το ξεχνάμε όσοι ζούμε σε αστικά κέντρα; Μια επίσκεψη σε χωριά της υπαίθρου θα μας πείσει. Κάδρα της βασιλικής οικογένειας κοσμούν ακόμα σπίτια, καφενεία. Ο Μεταξάς και ο Παπαδόπουλος έχουν και αυτοί την τιμητική τους σε πολλούς τοίχους αλλά αναπωλούνται και συχνά σε συζητήτησεις.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής στις τελευταίες εκλογές ήταν η τρανή απόδειξη της φύσης μας σαν έθνος. Ήταν σαν τη βροχή που ανάγκασε τα σαλιγκάρια να βγουν έξω. Όλοι αυτοί που ντρεπόντουσαν τόσα χρόνια να πουν αυτό που νιώθουν γιατί μεγάλωσαν γιορτάζοντας στα σχολεία το Πολυτεχνείο, γιατί έπρεπε να πουν στο παιδί τους ότι ο Παπαδόπουλος ήταν «ο κακός» της υπόθεσης, τώρα βρήκαν τον στάβλο τους. Τώρα δεν χρειάζεται να κρύβουν αυτό που πιστεύουν. Τώρα είναι πολλοί. Και δυστυχώς είναι περισσότεροι από όσοι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές. Το 7% είμαι σίγουρος ότι θα ανέβει. Όπως θα ανέβει και το μίσος και η δίψα για αλλοδαπό αίμα.
Για άλλη μια φορά στην Ελλάδα λοιπόν καταφέραμε να χάσουμε τον στόχο. Μετά από βασιλείες, δικτατορίες, εμφυλίους, μεταπολίτευση, το «ευχαριστώ» του Σημίτη στους Αμερικάνους, τη δημαγωγία του Αντρέα Παπανδρέου και το «λεφτά υπάρχουν» του γιού του, μετά από τις υποκλοπές, τα μαύρα ταμεία της Siemens, το Βατοπέδι, τη φούσκα του Χρηματιστηρίου και συνολικά 40 χρόνια ατελείωτης, ασύδωτης κρατικής σπατάλης …καταλήξαμε ότι μας φταίνε οι αλλοδαποί.
Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψη του. Απλά θέλω να επισημάνω αυτό που είπα παραπάνω. Ο παππούς μου δεν ήξερε. Οι πηγές πληροφόρησης του είναι περιορισμένες. Ζούσε στο μικρόκοσμο του. Εμείς όμως, διαβάζοντας 10 εφημερίδες, 100 sites, ακούγωντας 15 ραδιόφωνα και βλέποντας αλλά τόσα κανάλια, έχοντας πρόσβαση σε κάθε Ιστορικό βιβλίο που έχει γραφτεί ανα τον κόσμο, δεν έχουμε δικαιολογία. Και όταν μας ρωτήσει το παιδί μας «Γιατί αφήσατε να χυθεί τόσο αίμα» δεν θα μπορέσουμε να του πούμε «Γιατί δεν ξέραμε». Ξέρουμε. Το βλέπουμε. Το μυρίζουμε. Το νιώθουμε κάθε μέρα. Είναι στο χέρι μας να αποδείξουμε αν αυτό που αναζητούμε είναι το αίμα ή η ελευθερία.
Του Διονύση Νταραντάνη