English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Φλωράκης Ηλίας: Πρωτότυπη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία





Η Ευχή


     Ήταν σαν σε όνειρο. Μπορεί και να κοιμόμουν όταν συνέβη. Δηλαδή κοιμόμουν όταν συνέβη. Απλά δεν θυμάμαι αν ξύπνησα ενδιάμεσα, είτε από δίψα, είτε για κατούρημα. Αλλά ήταν τόσο ζωντανό. Ξαφνικά βρέθηκα στο σκοτάδι. Όπως όταν πας ασυναίσθητα το βράδυ στην τουαλέτα, ανοίγεις τα μάτια και δεν βλέπεις τίποτα γιατί δεν έχεις ανοίξει το φως. Βρέθηκα να αιωρούμαι στο σκοτάδι. Αν κι αιωρούμαι δεν είναι η ακριβής έκφραση, αφού ένιωθα τις γυμνές πατούσες μου να ακουμπούν κάπου, αλλά ... δεν ένιωθα το βάρος του σώματός μου. Ήταν κάτι εξωπραγματικό. Πέρα από τους νόμους της φυσικής, όπως τους είχα μάθει στο σχολείο. 'Αρα, πρέπει να ήμουν σε όνειρο.
     Ήταν σκοτάδι και πατούσα πάνω σε κάτι σαν σαπουνόφουσκα. Χωρίς να νιώθω κάποιο βάρος στα πόδια μου, ένιωθα να είμαι όρθιος. Και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να κρατήσω ισορροπία. Αρκούσε που ακουμπούσα κάπου. Ήταν απόλυτο σκοτάδι κι απλά βρισκόμουν εκεί. Ένα οικείο σκοτάδι. Δεν με τρόμαζε. Δεν κρύωνα. Αντιθέτως. Ένιωθα μια γαλήνη και μια ζεστασιά να με περιβάλλουν, λες και το σκοτάδι ήταν η αγκαλιά μιας μητέρας. Χωρίς το σφίξιμο. Απλά η αγάπη της. Σαν να είσαι αφημένος στην επιφάνεια μιας ζεστής θάλασσας που αγκαλιάζει όλο σου το σώμα, χωρίς όμως την αίσθηση του υγρού. Μόνο η αίσθηση ... κάτι σχετικά στερεού στις πατούσες μου.
     Έκανα μερικά βήματα και μου φάνηκε περισσότερο σαν να κινιόμουν με την σκέψη παρά με μυϊκή δύναμη. Και τότε ακούστηκε μια φωνή.
 -«Με ζήτησες». Ο τόνος ήταν απαλός, αλλά με γέμιζε δέος. Τρυφερός, αλλά κι αυστηρός μαζί. Σαν έναν πατέρα που θέλει να καλοπιάσει το παιδί του, αλλά όχι να του δώσει την ευκαιρία να του πάρει τον αέρα.
 -«Ποιός, εγώ;», ρώτησα, αν και είχα την υποψία πως η φωνή απευθυνόταν σε μένα. Έκανα όπως ο τηλεθεατής που βγαίνει στον αέρα κάποιας εκπομπής και ρωτάει συνέχεια επειδή δεν έχει άμεση οπτική επαφή, «Σε μένα μιλάτε; Σε μένα; Ε;» Εγώ όμως το έκανα πιο πολύ, μήπως κερδίσω λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν.
 -«Βλέπεις κανέναν άλλο τριγύρω;» Αν η φωνή είχε κάποιο πρόσωπο που να την αντιπροσωπεύει πιστεύω ότι θ' ανήκε σε κάποιον γέρο κι αυτή την στιγμή θα έσκαγε ένα αμυδρό χαμόγελο.
 -«Ούτε και σένα βλέπω. Ποιός είναι;» Δεν θυμόμουν τελευταία να ζήτησα να δω κάποιον συγκεκριμένα. Και οι μορφές που αναζητούσα συνήθως στα όνειρά μου, κάθε άλλο παρά αντρικές ήταν. Κάτι πρέπει να μου ξέφευγε. Μήπως ήταν φάρσα; Κανένας πεθαμένος συγγενής μου που ήθελε να επικοινωνήσει από το υπερπέραν;
 -«Ίσως άργησα λίγο να παρουσιαστώ, αλλά αν ψάξεις βαθιά μέσα σου θα με αναγνωρίσεις».
 -«Χριστέ μου!», αναφώνησα και τότε ΤΣΟΥΦ! ένας... Χριστός εμφανίστηκε φωτεινός στο ορατό μου πεδίο. Σαν μέσα στο σκοτάδι ν' άνοιξα ξαφνικά τον διακόπτη, από εκείνα τα μικρά εικονοστάσια με την έγχρωμη λαμπίτσα που είχε η γιαγιά μου στο δωμάτιο πάνω από το κρεβάτι μου, για να φωτίζει τα βράδια. Αν ήμουν στην Γη... μάλλον θα είχα παραπατήσει από την τρομάρα. Δεν ήταν το γνώριμο πρόσωπό του, όπως το είχα συνηθίσει μέσα από τις αγιογραφίες, αλλά ένιωθα πως ήταν αυτός. Γαλήνιος, ζεστός, ζωντανός. Λουσμένος από άπλετο φως... να με κοιτά κατάματα με κατανόηση και συμπόνια. Κι ήταν και τα γενέθλιά του κείνο το βράδυ.
 -«Με σένα μιλούσα Κύριε;» ψέλλισα.
 -«Μη καλείς τ' όνομά μου επί ματαίω» με συμβούλεψε κι η μορφή του εξαφανίστηκε το ίδιο απότομα.
 -«Χριστ...», πήγε να μου ξεφύγει από την τρομάρα, αλλά ευτυχώς πρόλαβα και το έκοψα, γιατί θα μου έρχονταν οικογενειακώς αν τελείωνα την φράση. Έπρεπε να βρω άλλη έκφραση για να εξωτερικεύω την έκπληξη και την τρομάρα μου. Παρόλη την αντίθεση φωτός και σκοταδιού, τα μάτια μου δεν χρειάστηκε να συνηθίσουν ξανά στο σκοτάδι. «Είσαι ακόμα εκεί έξω»;
 -«Φυσικά. Περιμένω πότε θα μου μιλήσεις». Πότε θα του μιλήσω; Μόνο αυτό δεν περίμενα να ακούσω. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι εννοούσε. Απ' όσο θυμόμουν, η τελευταία φορά που πήγα να επικοινωνήσω μαζί Του, ήταν στο δημοτικό σχολείο, προσευχόμενος επειδή μ' έβαζε η μητέρα μου κάθε βράδυ. Πολύ  περίεργο όνειρο μετά από σαράντα χρόνια. Προσπάθησα να ψαχουλέψω την μνήμη μου. Να βρω για ποιο λόγο είχα ζητήσει αυτήν την... ακρόαση. Το γιατί είχε έρθει η ώρα να εκπληρωθεί σήμερα αυτή η απαίτηση, θα το άφηνα να με απασχολήσει αργότερα. Τώρα η... αγωνία είχε αρχίσει να με κυριεύει. Ο χρόνος περνούσε, ο Κύριος με περίμενε κι εγώ δεν θυμόμουν τι τον ήθελα. «Μην στεναχωριέσαι παιδί μου. Ο χρόνος εδώ κυλάει διαφορετικά. Μπορώ να περιμένω όσο χρειαστεί». Διάβαζε τις σκέψεις μου.
 -«Χριστός κι Απόστ... γαμώτο». ΤΣΟΥΦ! Η μορφή εμφανίστηκε πάλι μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα του, αν και γεμάτο κατανόηση, μ' έκανε να αισθανθώ πολύ άσχημα. Εξαφανίστηκε το ίδιο γρήγορα, αλλά ήδη είχα κάνει το ίδιο λάθος δυο φορές. Προσπάθησα όμως να συγκεντρωθώ στο θέμα μου. Είχα κάποιες εκκρεμότητες με τον Ουράνιο Πατέρα κι έπρεπε να τις θυμηθώ. Κανονικά θα 'πρεπε να νιώθω τον ιδρώτα να στάζει από το άγχος και την αγωνία. Αλλά η ατμόσφαιρα ήταν τόσο γαλήνια και δροσερή.
 -«Δεν δίνεις εξετάσεις παιδί μου. Να σε βοηθήσω θέλω».
 -«Σε ποιό πράγμα; Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που επικοινωνήσαμε».
 -«Είναι αλήθεια πως έχεις καιρό να μου μιλήσεις. Αλλά εγώ ήμουν πάντα δίπλα σου. Όπως σ' όλα τα παιδιά μου. Παρόλο που σταμάτησες να προσεύχεσαι στο Γυμνάσιο. Απλά κι εγώ με τις δουλειές μου... ξέρεις εσύ... σ' άφησα λίγο να πάρεις τον δρόμο σου».
     Δαγκώθηκα. Είναι αλήθεια ότι όταν έφτασα στο Γυμνάσιο κι ανεξαρτητοποιήθηκα από την μητέρα μου, έπαψα να προσεύχομαι. Ακόμα κι όταν άρχισα, λόγω μαγκιάς παρασυρμένος από τις παρέες, να βρίζω τα Θεία των άλλων και πιο πολύ τον Χριστό και... ΤΣΟΥΦ! Ένα εκτυφλωτικό φως μ' έκανε να νιώσω το λάθος μου μέχρι το κόκαλο. Το βλέμμα του πρέπει να ήταν πολύ αυστηρό. Δεν το αντίκρυσα. Το ένιωσα. Σκέφτηκα αμέσως την λέξη «Συγνώμη». Δεν ξέρω αν αυτό ήταν αρκετό, αλλά το φως έσβησε. Έπρεπε να χαλιναγωγήσω και την σκέψη μου. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Και τότε ήταν που μου ήρθε η πολύ απλή ιδέα. Κάθε φορά που θα ήθελα να βρίσω ή να τρομάξω ή να εξωτερικεύσω κάποιο αντίστοιχο συναίσθημα, απλά θα έλεγα «Τσουφ!». Κάτι αντίστοιχο με τα μπιπ που ακούμε στην τηλεόραση όταν θέλουν να κρύψουν μια βρισιά, αλλά στους υπότιτλους βάζουν το αρχικό και το τελικό γράμμα κι ακριβώς τόσες τελίτσες όσες των γραμμάτων που λείπουν. Μόνο ένας αγράμματος θα έχανε παίζοντας κρεμάλα με αυτές τις λέξεις.
 -«Επειδή δεν μπορώ να συγκεντρωθώ κι είμαι λίγο απροετοίμαστος, μπορείς Θεέ μου να μου πεις περί τίνος πρόκειται»; Νομίζω ότι είχα μαζέψει όλο μου το κουράγιο για να κάνω αυτή την ερώτηση, αλλά ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση και δεν ήμουν καθόλου σίγουρος αν θα ξυπνούσα από κάποιο όνειρο.
 -«Η ευχή σου παιδί μου. Η ευχή σου».
     Και νομίζω ότι ήταν περίπου εκείνη την στιγμή που μια αναλαμπή στο μυαλό μου, φώτισε μια σκοτεινή γωνίτσα της. Η ευχή. Όταν ήμουν μικρός, κάθε Χριστούγεννα δεν ζητούσα δώρο από τον 'Αγιο Βασίλη. Ίσως γιατί δεν πίστευα τόσο σ' αυτό τον θεσμό. Ίσως γιατί ο κόσμος μου ήταν κατακλεισμένος από 'Αγιους Βασίληδες, ζητιάνους, βιοπαλαιστές, μέθυσους, ηθοποιούς στον δρόμο, κλέφτες και σάτυρους, που δεν πίστευα ότι μπορεί να υπήρχε ανάμεσά τους κάποιος αληθινά άγιος. Έκανα όμως μια ανακεφαλαίωση της χρονιάς που είχε περάσει κι αν θεωρούσα πως ήμουν αρκετά καλό παιδί, ζητούσα κάτι από τον καλό Θεούλη που μας βλέπει και μας ακούει πάντα. Μιαν ευχή. Μια μοναδική ευχή που έπρεπε να κρατήσει για έναν ολόκληρο χρόνο. Γι' αυτό και δεν ζητούσα παιχνίδια ή άλλα υλικά. Τις περισσότερες φορές όμως, θυμάμαι ότι δεν προλάβαινα να κάνω ευχή, γιατί από τη πολύ σκέψη μ' έπαιρνε ο ύπνος κι έχανα την ευκαιρία μου. Τουλάχιστον έτσι πίστευα μικρός. Πως η ευχή μου θα εκπληρωνόταν μόνο αν την έκανα το βράδυ των Χριστουγέννων. Την ημέρα των γενεθλίων του γιου Του. Και μόνο αν η προηγούμενη χρονιά μ' έκανε άξιο ανταπόδοσης. Φυσικά, όλ' αυτά μέχρι που πήγα γυμνάσια γιατί μετά, άρχισα να χάνω τον δρόμο μου. 'Αρχισα να βρίζω «τσουφ» και «τσαφ», οπότε δεν έκανα τον κόπο να ξανασκεφτώ για ευχή. Ντρεπόμουν και θεωρούσα τον εαυτό μου ανάξιο να ζητήσω το οτιδήποτε.
 -«Ήσουν παιδί τότε. Γι' αυτό και σε άφησα να ωριμάσεις λιγάκι και να βρεις τον δρόμο σου».
     Να ωριμάσω; Και να βρω τον δρόμο μου; Μεγάλη κουβέντα. Ο κόσμος καθώς ωρίμαζα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο κι εγώ έπρεπε να βρω τον δρόμο μου. Σπούδασα, μεγάλωσα, έπιασα δουλειά και δικό μου σπίτι. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούσα ότι είχα βρει τον δρόμο μου. Για την ωριμότητα δεν το συζητάμε. Ο κόσμος όμως... αν είναι δυνατόν... τόσο στραβά τα πράγματα; Έβλεπα ειδήσεις, διάβαζα τα γεγονότα κι η θλίψη σαν νέφος γέμιζε το σπίτι μου. Δεν μπορούσα καν να ξεστομίσω την φρίκη που υπήρχε στον κόσμο. Κι αναρωτιόμουν τί θα μπορούσα να κάνω. Μια παιδική αφέλεια γέμιζε τους εφιάλτες μου. Προσπαθούσα να βρω κάποιον τρόπο, να σκεφτώ κάτι που ίσως να άλλαζε τον κόσμο. Όχι απαραίτητα για πάντα. Απλά να πετάξω κι εγώ το πετραδάκι μου απέναντι στο κύμα, προσπαθώντας να κάνω όσες περισσότερες αναπηδήσεις γινόταν, μέχρι να ελαττωθεί η φόρα του και να το καταπιεί κι αυτό η θάλασσα. Τόσο κακό από τον ίδιο τον άνθρωπο! Η σημαντικότερη συμβουλή για μένα «μην κάνεις στους άλλους, αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνουν» είχε ολότελα διαγραφεί από το ανθρώπινο DNA. 
     Τελικά ναι. Είχα σκεφτεί πολλές φορές, αν συνέχιζα να κάνω μιαν ευχή κάθε χρόνο, ποια θα ήθελα να είναι. Να εξαλείψω την πείνα, τους πολέμους, την φτώχεια, τον πλούτο... τον θάνατο. Αλλά όλα καταλήγανε σε φιάσκο στο μυαλό μου. Γιατί πάντα θα υπήρχε κάποιος άνθρωπος να καταστρέψει αυτό που κάποιος άλλος ονειρεύεται. Η ευχή του για προσωπικό όφελος, θα υπερίσχυε της ευχής για ένα γενικό καλό βρίσκοντας το παραθυράκι ανάμεσα στις λέξεις. Έπρεπε λοιπόν η ευχή να είναι αληθινή. Δυνατή. Φτιαγμένη με τέτοιες λέξεις που να είναι αψεγάδιαστη. Τέλεια στην ερμηνεία της και να μην μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει ή να την αναιρέσει. Οι γενικότητες δεν είχαν θέση σε έναν κόσμο τόσο ρεαλιστικά σκληρό και ψυχρό.
 -«Είσαι σε καλό δρόμο», μου επιβεβαίωσε η φωνή Του. Και ίσως να ήταν αλήθεια.
     Εκεί που ο χρόνος κυλούσε τόσο διαφορετικά, που η γαλήνη μου έδινε την ευκαιρία να συλλογιστώ και να διαλογιστώ, ίσως να ήταν η ευκαιρία να βρω την ευχή μου. Αυτή που ίσως έσωζε τον κόσμο. Αν και μπήκα πολλές φορές στο δίλημμα και τον πειρασμό, να ευχηθώ κάτι για μένα. Ίσως πλούτο. Αλλά αυτό θα μ' έκανε ίδιο με κείνους. Όλους εκείνους που είχα μισήσει καθώς μεγάλωνα, που στ' όνομα του πλούτου ξεχνούσαν τον άνθρωπο. Τον Σεβασμό. Που δίνανε στην Τιμή, νούμερα. Από αυτόν που πάρκαρε πάνω στην διάβαση πεζών, αυτόν που νόθευε την τροφή για να βγάλει μερικές δεκάρες παραπάνω, μέχρι εκείνους που κάνανε πολέμους για να πουλήσουν όπλα. Κι εγώ πάνω απ' όλα, ήθελα να μείνω άνθρωπος.
     Δεν είμαι κανένας ιδεαλιστής, φιλόσοφος ή ανθρωπιστής. Δεν φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν κάποιον Πρεσβευτή Καλής Θέλησης ή κάτι αντίστοιχο. Είμαι απλά ένας απεγνωσμένος άνθρωπος από τον πόνο. Και δεν χρειάζεται ο πόνος να μπει στο σπίτι σου για να τον νιώσεις και να καταλάβεις. Δεν χρειάζεται να μείνεις χωρίς πόδια για να καταλάβεις ότι και το αναπηρικό καροτσάκι πρέπει να έχει πρόσβαση στο πεζοδρόμιο. Δεν χρειάζεται να χάσεις το παιδί σου από το δηλητήριο που βάζεις στο φαγητό που πουλάς. Και τότε συνειδητοποίησα τί θα ήθελα να ευχηθώ. Και το ζήτησα με όλη την δύναμη της ψυχής μου. Και ξύπνησα.
                                                       ***
     Αυτό ήταν το όνειρο που είδα τα Χριστούγεννα. Χτες δηλαδή. Κι η υπόλοιπη μέρα μου φάνηκε τόσο διαφορετική. Δεν ήταν ότι έκανα μια ευχή. Ήταν ότι ακόμα μια φορά προσπάθησα ν' αλλάξω κάτι. Κι όχι μόνον αυτό. Αλλά είχα το συναίσθημα πως αυτή τη φορά είχα κάτι πετύχει. Ότι κάτι είχε αλλάξει. Το ένιωθα στην ατμόσφαιρα. Κάτι διαφορετικό συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τί. Βγήκα βόλτα προσπαθώντας να δω κάτι. Οτιδήποτε. Ένα σημάδι, μια φωνή. Ο κόσμος είχε την ίδια μουντή φάτσα. Τα σκυθρωπά τους πρόσωπα, σκυμμένα κοιτώντας ο καθένας τον εαυτό του, τρέχανε στις δουλειές τους. Αμίλητοι. Θλιμμένοι.
     Το πιο αστείο στην όλη υπόθεση όμως ήταν, όταν άκουγα κάποιον να βρίζει τα Θεία, ένιωθα ότι σε κάποια γωνιά εμφανιζόταν ο «Τσουφ!». Κάθε φορά που άκουγα το όνομά Του, αντηχούσε στ' αφτιά μου το τσουφ κι έψαχνα με το βλέμμα μου σε κάθε πιθανό σημείο να τον δω. Κι ήταν τόσο ζωντανή η ανάμνηση του ονείρου, που κάποιες φορές έπιανα την μορφή Του με την άκρη του ματιού μου. Δεν μπορώ όμως να σας πω στα σίγουρα αν βρισκόταν εκεί ή όχι, γιατί γυρίζοντας το κεφάλι μου δεν έβλεπα τίποτα.  Κι η αναισθησία αυτού που ξεστόμιζε το όνομά Του, μου επιβεβαίωναν ένα πράγμα. Ότι αν ο «Τσουφ!» εμφανιζόταν... εμφανιζόταν μόνο μες στο μυαλό μου. Θα ήθελα όμως να ήξερα τι θα γινόταν στον κόσμο αν εμφανιζόταν πραγματικά σε καθένα που Τον φώναζε.
     Αυτό όμως συνέβαινε χτες. Γιατί σήμερα συνειδητοποίησα τι πήγαινε στραβά. Ή να το θέσω καλύτερα, συνειδητοποίησα πως όλα πήγαιναν καλά. Οι μαύροι κύκλοι στα μάτια, η κούραση της αϋπνίας, η ταλαιπώρια του αρρώστου που σφάδαζε στους πόνους όλο το βράδυ, ήταν εμφανείς στα πρόσωπα των συνανθρώπων μου. 'Ανοιξα την τηλεόραση κι όσοι είχαν το κουράγιο να κάνουν εκπομπή, είχαν την ίδια έκφραση. Τα ίδια χάλια. Χαμογέλασα και βγήκα στους δρόμους. Κανένας δεν έβριζε, κανένας δεν παραπονιόταν εκνευρισμένος, καμιά κόρνα από αμάξια. Κανένας δεν παραδεχόταν αυτό που του είχε συμβεί. Ίσως περιμένανε όλοι, κάποιος άλλος να κάνει την αρχή. Ίσως γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ. Αυτό που είχε απλά ξεκινήσει το βράδυ των Χριστουγέννων. Περνώντας όμως έξω από τα πάρκα, αν είχες το κουράγιο να το παρατηρήσεις θα έβλεπες ότι μόνο τα πρόσωπα των παιδιών χαμογελούσαν. Μόνο από τα στόματα των παιδιών άκουγες γέλια. Κι εγώ το παρατήρησα και για πρώτη φορά ένιωσα ευτυχισμένος. Ήταν η πρώτη μέρα στη Γη που άκουγες μόνο τη Φύση και τα παιδιά. Κι όταν το συνειδητοποίησα, αναφώνησα:
 -«Χριστέ μου, αυτό πρέπει να το δεις». Αλλά δεν εμφανίστηκε. Κανένα «Τσουφ!» στον ορίζοντα. Ίσως γιατί εκεί που βρισκόταν να είχε καλύτερη θέα. Και χαμογέλασα. Ναι. Για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια... χαμογέλασα με τη ψυχή μου. Όχι γιατί ήμουν σε καλύτερη θέση από τους άλλους. Αλλά γιατί ένιωσα ευγνωμοσύνη.
     Κι αυτά τα γράφω σε σας, γιατί... κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή. Κι ίσως αυτός ο κάποιος... εγώ... να πρέπει να παραδεχτώ πως όλα ξεκίνησαν από κείνο τ' όνειρο. Από κείνη την ευχή. Δεν ξέρω πόσο κάθισα σε κείνο το όνειρο, γιατί ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά. Αυτά τα Χριστούγεννα όμως θα μου μείνουν αξέχαστα. Απλά κι εγώ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ το βράδυ από τους πόνους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως αυτό που είχα κάνει ήταν τόσο κακό. Όχι στο όνειρο... στην πραγματικότητα. Όμως... θα επανορθώσω. Τώρα που ξέρω... τώρα που ένιωσα τι είχα κάνει, θα επανορθώσω. Και χαίρομαι που δεν έχω κάνει χειρότερα πράγματα.
     Δεν μετανιώνω για την ευχή που έκανα. Οι καλοί θα επιβιώσουν. Οι κακοί ελπίζω να μετανιώσουν και να προσπαθήσουν ν' αλλάξουν. Όσοι προλαβαίνουν. Οι υπόλοιποι... ας πάρω τον χαμό τους πάνω μου, αλλά δεν θα λείψουν σε κανένα. Η ανθρωπότητα έχει σοβαρότερα πράγματα να σκεφτεί. Γιατί η ευχή που έκανα έχει πιάσει.
 -«Εύχομαι... όταν οι άνθρωποι πέφτουν να κοιμηθούν, να νιώθουν τον πόνο που προκάλεσαν στον συνάνθρωπό τους με τις πράξεις τους».



peri-grafis