English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικη ιστορία


ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΜΕ ΜΙΑ ΦΑΤΝΗ…
Καλά , καλά ηρέμησε τώρα  , είπα μέσα μου , πήγε πεντέμισι. Σηκώθηκα βαριεστημένα και ετοιμάστηκα για την απογευματινή , αναγκαστική , έξοδο .Πήρα άδειο το σάκο καικατέβηκα . Αφού απογοητεύτηκα με κάτι  τηλεφωνήματα  για δουλειά , πήρα να  διασχίζω την Παναχαϊκού. Πίσω από τη τζαμαρία μιας πόρτας ερμητικά κλειστής , αναβόσβηνε ένα δεντράκι .Το κάρφωσα με μια θλιμμένη ματιά  και η τζαμαρία διαλύθηκε σε χιλιάδες κομματάκια . Μέσα στο  δαιμονισμένο παλιοθόρυβο  δυο ανύποπτες κυρούλες – που είχαν αφήσει τις αειπάρθενες  γκόμενες κόρες τους στο σπίτι  και  που τώρα κινούσαν για τον εσπερινό – γύρισαν άξαφνα κατατρομαγμένες .  Απομακρύνθηκα βιαστικά πατώντας   σε κάτι σκουπίδια . Πολύ κρύο .
    Τούτες τις μέρες , ανθίζουνε στις πόλεις μας τα ηλεκτρόδεντρα .   Είναι κάτι ηλεκτροφάγα δέντρα που οι προνοητικοί χριστιανοί των Δήμων αρχίζουν να τα ποτίζουν με ηλεκτρόνια  από τη Μεγάλη Παρασκευή και λίγο πριν τα Χριστούγεννα ξεπετάγονται  πολύχρωμα λαμπάκια που αναβοσβήνουν . Κρατούν αυτά τα ηλεκτρικά τους άνθη μέχρι των Φώτων και τότε ξαφνικά , όλα μαζί , παθαίνουν ένα εντυπωσιακό ,μα άφαντο , βραχυκύκλωμα και σκοτεινιάζουν . Από τον αγιασμό των υδάτων να είναι ; Δεν ξέρω .Είναι όμως νωρίς ακόμη γι’ αυτό . Προς το παρόν, υψώνονται επιβλητικά στις πλατείες και κυριαρχούν στην αισθητική των πόλεων, κυρίως όταν βραδιάσει . Θαύμασα κι εγώ δυο τρία τέτοια ανθισμένα ηλεκτρόδεντρα στα Ψηλαλώνια . Κατούρησα στο ένα και κατηφόρισα κατά τη Γούναρη . Τα γυφτάκια με έβαλαν στη μέση . Γύρω γύρω όλοι   … Οι Χριστιανοί αγοράζουν γουρούνια και γαλοπούλες  . ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΖΩΟ . Ζαλίζομαι και γέρνω . Τα φανάρια αναβοσβήνουν σα χριστουγεννιάτικα δεντράκια  .Να περάσω ; Να μην περάσω ; Δεν προλαβαίνω σ’ ένα τόσο γρήγορο άναψε σβήσε . Αυτοκίνητα ουρλιάζουν . Νοιώθω σαν κωπηλάτης της Αργούς . Και η Γούναρη είναι γεμάτη επαίτες και καταναλωτές . Πέφτω ;
    Πάνω στην απελπισία μου μάσησα ένα πράσινο φανάρι και τώρα όλοι με προσπερνούν  . Τι σύνθημα να έπεσε κι εφόρμησαν έτσι ξαφνικά –σμήνος – τούτοι εδώ οι πολεμιστές των ειδών ;
    Έφτασα τρεκλίζοντας στο πρώτο  φωτογραφείο . Έβαλα την  Konica  στον άδειο μου σάκο και την κοπάνησα στα γρήγορα . Φίσκα η Κορίνθου , σαν αστικό λεωφορείο σε ώρα αιχμής . Ω θεέ μου ! Γέρνω σε μια απότομη στροφή , πέφτω επάνω σ’ ένα  περίπτερο και το γκρεμίζω συθέμελα . Κι όμως . Μόνο ένα  Winston  μαλακό ήθελα . Το πήρα ; Δεν το πήρα; Καπνίζω μανιωδώς .
    Στάση λωτού .Τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά και το κεφάλι ανάμεσα στα διπλωμένα πόδια  . Πρόσωπο δεν φαίνεται , μόνο  δίπλα η επιγραφή: «Δεν έχω πατέρα, η μάνα μου είναι στο νοσοκομείο , είμαστε 9 αδέλφια …». Δεν διάβασα παρακάτω . Προσπέρασα . Όλα γυρίζουν . Ο ΧΡΙΣΤΟΣ , Η ΠΑΝΑΓΙΑ , ΚΑΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΙΩΣΗΦ . Α! ο Ιωσήφ .Ο μεγάλος αδικημένος . Μα ο ευλογημένος , να πάει να παντρευτεί μια αειπάρθενο !
    Ένα σουτιέν πίσω από ένα γυάλινο τοίχο. Δίπλα του   μια μπλε μπάλα απαστράπτουσα . Κάτω τριμμένο φελιζόλ εν είδει χιονιού . Αηδία ! Παρακεί ξέρασα σε μία βιτρίνα  με ξηρούς καρπούς . Δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω και κατέφθασε στα γρήγορα – ένας θεός ξέρει από πού ξεφύτρωσε – ο Σαρλώ  της διαφήμισης . Κουνιστός , λυγιστός και γελοίος . Με το super extra και βάλε , υπεραπορροφητικό του χαρτί  , σκούπισε όλα τα αχώνευτα είδη που τόλμησα να βγάλω στη φόρα , εκεί , σε κοινή  θέα . Του έριξα μια κλωτσιά στα πισινά και ξεκουμπίστηκε . ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΟΙ ΤΡΕΙΣ  ΜΑΓΟΙ. Κοιτούσαν αμίλητοι , βλοσυροί . Με μάλωναν . Κάτι θυμήθηκα από τα παιδικά χρόνια   και μου ράγισε η καρδιά . Έκρυψα ένα δάκρυ και τους συγχώρεσα . Μάλιστα τους έβγαλα και τη γλώσσα . Ω Θεοί ! γεννημένοι κι αγέννητοι. Τι  βολοδέρνω μέσα σε όλο αυτό το αιμοσταγές πλήθος ; Ναι αιμοσταγές . Τους είδα φρεσκότατους , φρεσκοσφαγμένους να κρέμονται στα κρεοπωλεία και να στάζουν ακόμα . Μύριζαν αφόρητα . Γαλοπούλες και άλλα πουλερικά προσπερνούσαν με αηδία . Παχουλά γουρουνόπουλα αποστρέφαν το βλέμμα και τραβούσαν να κυλιστούν στους βούρκους τους . Τώρα όλοι τούτοι βρικολάκιασαν . Κατέβηκαν από τα τσιγκέλια τους και ξεχύθηκαν στους δρόμους Κι αυτά τα ηλεκτρόδεντρα με τυφλώνουν . Που να τα πάρει ο διάολος για καυσόξυλα στην κόλαση ! Ανάθεμά τα ! Τρέχω . Φώτα , κίτρινες κάρτες , σκουριασμένα γραμματόσημα , Χριστούγεννα . Πολύχρωμα κεριά , καρυκεύματα  , αιθέρια έλαια , μικροπωλητές και ζητιάνοι , Χριστούγεννα . Τρέχω . Σφυρίζουν οι ρόδες των αυτοκινήτων . Χρωματιστά παρκόμετρα .
    Αδειάζω επιτέλους τις τσέπες μου στους επαίτες των πεζοδρομίων και τους προσφέρω το τίποτα . Τόσα έχω , τόσα δίνω . Και όταν δεν έχεις αυτό που δίνεις αποκτάει μεγαλύτερη αξία .Και σε μένα ήταν πολύτιμο εκείνο το τίποτά μου . Μα που να καταλάβουν ετούτα δω τα γυφτάκια . Νόμισαν πως τα χλεύασα και με πήραν στο κυνήγι . Τελικά τα ψιλά μου τα άφησα σ’ ένα γωνιακό περίπτερο για κάτι δεύτερα τηλεφωνήματα της   απογοήτευσης . Μετά ξανατρέχω , τρέχω , τρέχω …Και ξαφνικά σκέφτηκα πως μπορεί να είμαι εγώ ο ακίνητος και να τρέχουν οι άλλοι . Σταμάτησα και η υποψία μου επιβεβαιώθηκε . Τρέχαν , τρέχαν , τρέχαν … Μα που στο διάβολο πήγαιναν όλοι τους ; ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥΣ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ                          
                                                                                                                       xp.jpg 
Μα πουγεννήθηκε ο Χριστός ;
    Γύρω από τη φάτνη πλανόδιοι ξηροκαρπάδες , φουσκοπωλητές , κηροπώλες , πεζοδρομιακά ενυδρεία με γυάλες του ενός χρυσόψαρου , παιχνιδοπώλες , λαχειοπώλες και καφετζούδες με  καφέ του ποδιού  , στο άσπρο πλαστικό ποτηράκι . Οι παπάδες άφαντοι . Οι παπαδιές όμως…Πληθώρα .Και τα θαύματα επίσης  , μα και τα τάματα .Ειδικά αυτά.Ο πόνος των ανθρώπων πάντα ψάχνει απεγνωσμένα για μια διέξοδο , για  ένα γιατρικό .Τις μέρες τούτες τις άγιες , κάτι νομίζει πως βρήκε . Και δώστου τα κεριά , να οι σταυροί που εκτελούνται με δεξιοτεχνία βιολιτζή , να οι προσευχές . Φιλάνε και μια χιλιοφιλημένη εικόνα και περιμένουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων . Τι να σου κάνει κι αυτός ο κακόμοιρος ο πόνος των ανθρώπων ;
    Πέρασε και μια πορεία μαθητριών Γυμνασίων – Λυκείων Πατρών. Οι κοπέλες είχαν κάνει τάμα  , παραμονή Χριστουγέννων , μέσα στο καταχείμωνο και το τσουχτερό  κρύο , να περιδιαβούν την Κορίνθου γυμνές . Μια κίνηση ύψιστης αυτοθυσίας και ένα ανέλπιδο θαύμα για τον ανδρικό πληθυσμό . Σταυροκοπηθήκαμε μπροστά σ’ αυτή την εκδήλωση του υπερφυσικού και , ομολογουμένως , μας πεταχτήκανε τα μάτια  έξω . Κι εκεί που θαύμαζα , πλημμυρισμένος από ενθουσιασμό , τα κορίτσια άρχισαν σιγά – σιγά να μαυρίζουν και να σκάει το δέρμα τους .Αίμα έτρεξε από τα σκασίματα και κοκκίνισε το οδόστρωμα .Κι από κει , ξεπετάχτηκαν πάλλευκοι σκελετοί  αυτόχειρων ευνούχων  και στραγγάλισαν τους γυμνούς λαιμούς των κοριτσιών . Κι αυτά έγιναν  μαύρο κάρβουνο που σκόρπισε σε λεπτή σκόνη . Μια μαύρη καταχνιά απλώθηκε πάνω απ’ την πόλη . Τώρα έτρεχα κι εγώ μαζί με τους άλλους . Πανικόβλητο το πλήθος έμπαινε σε φαστφουντάδικα και super – market .
    Έφτασα λαχανιασμένος στο δεύτερο φωτογραφείο.
«Που’ σαι  ρε μαλάκα ;» , άκουσα μόλις μπήκα .
Έψαξα όλες μου τις τσέπες και τελικά βρήκα το κατάλληλο χαμόγελο. Φόρεσα με νευρικές κινήσεις ετούτο το χριστουγεννιάτικο κάλυμμα και για καμιά ώρα δεν είχα πρόβλημα . Με κέρασαν κι ένα τσίπουρο , μα ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο . Δεν συνήλθα . Έφυγα κι από κει και τράβηξα κατά τη στάση του λεωφορείου . Πολύ αργούσε  το καταραμένο . Κάπνισα τρία πακέτα . Κάποτε ήρθε . Καβάλησα , σημάδεψα , χτύπησα με αποφασιστικότητα το εισιτήριο και επιτέλους έφτασα στο σπίτι .
    Μπήκα μέσα αγκομαχώντας , σχεδόν κλαίγοντας. Το σπίτι άδειο . Εσύ έλειπες . Πως θα’ θελα τώρα να εξαφανιζόμουνα στην αγκαλιά σου ! Το κεφάλι μου γυρίζει , οι τοίχοι γυρίζουν , όλα γυρίζουν . Μαθήματα γραμματικής με τον πανικό μου . Με μαχαιρώνει αυτή η άθεη θρησκευτικότητα των χριστιανών . Πως διάολο θα περάσουν οι ώρες μέχρι τις δώδεκα ;
    Κάνω  βόλτες στο δωμάτιο και τρακάρω με τον Ντοστογιέφσκι που καθόταν αμίλητος σε μια γωνιά φορώντας τη μάσκα των «φτωχών» . Πέφτω πάνω στον Μακάρ Παρθενάκη . Ο αξιότιμος και πολυφίλτατος , δυστυχισμένος άνθρωπος Μακάρ Αλεξέεβιτς . Και η αφοσιωμένη Βαρβάρα Δομπροσέλοβα . Η καλούλα μου Βαρβάρα Αλεξέεβνα !
    Θα βγάλω άραγε καλά λεφτά απόψε ή άδικα έμεινα εδώ χριστουγεννιάτικα ;
    Αχ ! χαϊδεμένη μου Βάρινκα
    ΠΟΥ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ;
    Το σπίτι γυρίζει . Οι ώρες γυρίζουν με τους «Φτωχούς» του Ντοστογιέφσκι . Φεύγει η ώρα , αφήνοντας πίσω τη μοναξιά μου . Θα γεννήσει όπου να’ ναι .
    ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ;
Θεέ μου πόσο μου λείπεις !Τουλάχιστον έχω να σε σκέφτομαι και  να παρηγοριέμαι πως το ίδιο κάνεις κι εσύ . Αχ γλυκιά μου ! Τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια στάζουν αίμα  εσταυρωμένου . Από το ίδιο ξύλο θα φτιάξουν αργότερα το σταυρό .
    Τα διπλανά διαμερίσματα γκρεμίζονται .Και τα από κάτω .Θάβονται όλα μαζί σε έναν οικοδομικό τάφο . Η γκαρσονιέρα μου στον έκτο μένει μετέωρη , ξεχασμένη από τη βαρύτητα .Κι εγώ να διαβάζω με μανία τους «Φτωχούς». Να ξεχνώ τον πόνο μου και να συμπάσχω με αυτόν τον Μακάρ Παρθενάκη . Παραμονή Χριστουγέννων . Δώδεκα παρά , μόνος μου , σκυμμένος  πάνω από ένα βιβλιαράκι και διαβάζω :
«Τι να το κρύβουμε; παροργίσαμε τον Κύριο και Θεό αγγελούδι μου ! Κάποιο βιβλιαράκι θέλετε να μου στείλετε , καλούλα μου , για να ξεχάσω τη στενοχώρια . Ας πάει να κουρεύεται το βιβλιαράκι καλούλα μου ! Τι θα πει βιβλιαράκι ; παραμύθι με πρόσωπα ! Και το μυθιστόρημα αεροκοπάνισμα είναι και το αεροκοπάνισμα γράφτηκε έτσι , για να το διαβάζει  ο άνεργος κόσμος , πίστεψέ με καλούλα μου , πίστεψε στην πολύχρονη πείρα μου . Και τι βγήκε μ’ αυτό ; πώς να , δηλαδή βλέπεις στη φιλολογία υπάρχει κι ένας Σαίξπηρ κι ο Σαίξπηρ αεροκοπάνημα είναι  κι όλα για το σατίρισμα  και μόνο είναι καμωμένα !
Δικός σας
Μακάρ Παρθενάκης».
    Αχ καλούλα μου Βάρινκα ! Πέρασε η ώρα . Πρέπει να φύγω για δουλειά , πάλι να βγω εκεί έξω . Έχω να ξεγεννήσω  σήμερα . Τέλειωσε και το κρασί . .. Βουτάω τη μηχανή ,φλας , φιλμ , μπαταρίες , και αργά , σχεδόν υπνωτισμένος , τα πετάω σωρό μέσα στη φωτογραφική τσάντα . Γραμμή για το στάβλο .
    Πήρα μια μπίρα από κάπου και της μιλούσα γλυκά στους σκοτεινούς και άδειους δρόμους .
    Που να κλείστηκαν , άραγε , όλες εκείνες οι ορδές ; Κάπου σίγουρα θα μοιράζουν το πλιάτσικο .
Και άξαφνα ένας δυνατός κανονιοβολισμός .
Μέγας Πάταγος . Από πού ; Θεέ και Κύριε !
Γκρεμίστηκε η μισή πόλη . Μια τεράστια τρύπα άνοιξε στον ουρανό . Μικρός άκουγα πως συμβαίνει ν’ ανοίγουν οι ουρανοί τέτοιες μέρες και γενικώς , διάφορα θαύματα μπορεί να συμβούν βραδιάτικα . Μπορεί να δεις – λέει – και τον Παράδεισο ακόμα . Μεγαλώνοντας τα ξέχασα .
Τώρα όμως αστρόσκονη έπεφτε παντού και χαμογελαστά αγγελούδια κολυμπούσαν στο φως.
Κοιτούσα μαγεμένος το θαύμα και μου κλείνανε το μάτι .Στα κωλαράκια τους άστραφτε η σφραγίδα :  made in Disney . «Η  coca – cola  σας εύχεται καλές γιορτές».
Τα αγγελούδια έσερναν ένα αλυσοδεμένο πλήθος ψυχών με τα αίματα ακόμα  να τρέχουν. Ψυχές από τα πεδία  των μαχών, ψυχές αμάχων .Ψυχές παιδιών.
motherchild1.jpg 
Μαζεύτηκε πλήθος . Ήρθαν και κάμερες. Ένα τανκς προέλασε  βροντοφωνάζοντας και το διέλυσε . Θα συνέχιζαν να βλέπουν το θαύμα  από την τηλεόραση .  Ο απόηχος των κανονιοβολισμών τώρα ακούγονταν μακρινός.  Σάπια ζώα σκοτωμένα και σωροί χώματα .  Γκρεμισμένα σπίτια κι ορφανές μανάδες.
Φοβισμένα πρό-
σωπα και ά-
λλα μόνο π-
ου έκλαιγ-
αν.
Θάνατος.
«Φύγετε ! Φύγετε !» ούρλιαξε .
Θάνατος.
«Προσμένουμε την έλευση του Μεσσία , Κύριε . Θα γεννηθεί απόψε ξέρετε . Που να πάμε;»
«Εσείς το είδατε το άστρο ;» ρώτησε ένας καλοντυμένος κύριος με γυαλιά και τσιμπούκι .
«Ποιο άστρο ρε μαλάκα ! Δε βλέπεις που ψιλοβρέχει ;»
    Μετά μίλησαν για αιώνιες αλήθειες . Για πραγματικότητα έξω από τη σφαίρα  των αισθήσεων και άλλα τέτοια . Δεν άκουσα τίποτα. Για άλλη μια φορά έφευγα πανικόβλητος, με την εικόνα ενός σκοτωμένου παιδιού  βαθιά τυπωμένη στο μυαλό μου . Λες και πέρασα μέσα από όλ’ αυτά τα αίματα και τους καπνούς , έφτασα τρεκλίζοντας .    
    Έβγαλα την κασέτα  με το «χρόνια πολλά» και το «καλές γιορτές».Την έπαιξα στους πορτιέρηδες και στις  λουλουδούδες . Παίξαν κι αυτοί τις δικές τους κασέτες και μείναμε όλοι ευχαριστημένοι σ’ ένα κλίμα αμοιβαίας εγκαρδιότητας .
    Μπήκα μέσα.
    Φίσκα το μαγαζί .
    Οπλίστηκα με τα απαραίτητα και άρχισα να  σημαδεύω τους θαμώνες .
    Μπαμ , μπαμ   , μπαμ …
    – Να σας βγάλω μια φωτογραφία ;
    – Δε γαμιέται, βγάλε .
    Μπαμ , μπαμ, μπαμ …
    -Να σας βγάλω μια φωτογραφία ;
    -Εεε… δε γαμιέται μέρα που’ ναι .
    Μπαμ, μπαμ , μπαμ …
    -Φωτογραφία ;
    -Βγάλε ρε μεγάλε , Χριστούγεννα είναι , δε γαμιέται.
    Μπαμ, μπαμ , μπαμ…
    Γέμισα οχτώ  φιλμ.
    Όταν δεν είναι Χριστούγεννα συνήθως γεμίζω δύο με τρία , χώρια τους Χριστούς που ακούω .
    Έφυγα βιαστικά . Καμιά ώρα μετά γύρισα με τα πτώματά τους τυπωμένα σε χαρτί Kodak  .
    Αυτοί ενθουσιάστηκαν κι εγώ άρχισα να μαζεύω δεκάρικα.
    – Ο φωτογράφος είναι κουφάλα. Τη Λίτσα που’ ναι ωραία γκόμενα δες πως την έβγαλε , ενώ εμένα… κοίτα ένα χάλι !
    -Πάρτη ρε , χρονιάρες μέρες είναι .
 Η μπουρζουαζία και οι αστικοποιημένοι προλετάριοι γλεντούσαν μαζί και χόρευαν αγκαλιά στην πίστα .
    Η δε οσιομάρτυς Λουλού , μετά την Άντζελα τραγουδούσε Σαββόπουλο . Δεν είναι δυνατόν . Γύρισα έκπληκτος . «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει». Τα γαρύφαλλα έφευγαν χαρτοπόλεμος . Μαζί και τα εικοσάρικα . Μου’ ρθε ζάλη . Είπανε και μπράβο στο κορίτσι που’ χε ντυθεί απ’ το Παρίσι και φεύγοντας τη ρώτησαν αν θέλει .
    Όλα ένας τραγικός αχταρμάς .
    – Μα ρε φίλε πως μ’ έβγαλες έτσι ;
    -Γιατί το λέτε ; είναι φοβερή φωτογραφία .
    -Καλά σου λέει ρε μαλάκα! Άλλοι θα πλήρωναν για μια τέτοια φωτογραφία και σένα που σου την πουλάει ;
    -Χα ! Χα! Χα! Χα!..
    Ο Χατζής αγκαλιά με την Πίτσα  κι ο  Θοδωράκης να χορεύει καρεκλάδικα με τη Βανδή . Οι προσκυνητές , θαμώνες του μαγαζιού , τιμούσαν το ίδιο τον Θεό με τον Διάβολο .
«Βρε δε βαριέ- βρε δε βαριέσαι αδερφέ!»
    Κάποιοι προσκυνούσαν στην πίστα  . Δεν κατάλαβα γιατί .
    Φασαρία στη είσοδο.
    «Ανοίχτε ρε παιδιά».
    «Μα που είναι ;», «Που είναι ;» , σηκώθηκε ένας ψίθυρος . 
Έφτασαν , λέει , οι μάγοι ! Έξω, στο δρόμο, πλάκωσε μπατσαρία. Κάτι μαύρες αστραφτερές Μερσεντές και κάτι – πιο μαύρες – βαθιές υποκλίσεις.

  -Η φωτιά στο τζάκι έσβησε μόνη της. Τα παιδιά έκαψαν τις κρεμασμένες κάλτσες και χάθηκαν μέσα στις στάχτες . 
 -Κι άλλο ρε γιαγιά , κι άλλο !
 Με κυρίεψε σκοτάδι κι ένας τρόμος.
    -Ωραία σε έβγαλε αγάπη μου το παιδί .Να την πάρουμε.
Κάτι γινόταν εδώ μέσα , μα δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι , ούτε κι από πού προερχόταν . Ξάφνου η οροφή έτριξε επικίνδυνα  κάνοντας όλα τα κεφάλια να στραφούν προς τα πάνω . Έτσι είδαμε και το άστρο. Καλό . Ιαπωνικής τεχνολογίας.
«Digital»   Χριστιανισμός!
Στη φάτνη τα κλασικά ζώα: ένα μπουζούκι, μια κιθάρα, μπάσο , κρουστά  και δυο συνθεσάιζερ .
Τα  φωτορρυθμικά σώπασαν .
Τα δώρα των μάγων κι αυτά κλασικά : ένα μπουκάλι ακριβό ουίσκι από τα βάθη της Σκοτίας , ένα τσουβάλι άδεια κρανία γεμάτα  χρωματιστά παραισθησιογόνα από τις ακτές  της τρέλας και της αποχαύνωσης και , τέλος , τα καινούρια μοντελάκια των πιο ξακουστών οίκων μόδας.
Γαρδένιες σφύριζαν στο βαρύ αέρα .
Τα γκαρσόνια πήγαιναν κι έρχονταν. Στριμωξίδι στους διαδρόμους .Δίσκοι γεμάτοι ποτά , ξηρούς καρπούς και παγάκια που έλιωναν από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Οι λουλουδούδες αγκομαχούσαν. Μέσα τους ,έβριζαν κι έξω τους, ίδρωναν. 
    Μια υγρασία τύλιξε το μαγαζί . Οι τοίχοι καλύφτηκαν από κάτι γλοιώδη , πράσινα , μολυσματικά φυτά . Ένα τεράστιο , πολύχρωμο και σιχαμερό φίδι  αργοσερνόταν στο ταβάνι . Το νεκρό σώμα της τραγουδίστριας έσταζε βρωμερά υγρά , κατατρυπημένο από τις κεραίες των τηλεοράσεων και των ραδιοφώνων . Αποβλακωμένο το πανελλήνιο παρακολουθούσε ζωντανά το Μέγα Θαύμα .
    Εγώ άνοιγα χώρους στον πανικό , πηδούσα πάνω από τραπέζια, πετούσα χάμω τα γκαρσόνια , έριχνα καρέκλες κι έκανα αντιαθλητικά μαρκαρίσματα. Ξέφρενος ο κόσμος  χόρευε πανικόβλητος ανεβασμένος στα τραπέζια. Το Αφεντικό έκανε εμετό υπό το τρομαγμένο βλέμμα του Θείου Βρέφους !
ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ;
Οι προσκυνητές θαμώνες τώρα λικνίζονταν σε πιο σύγχρονους ρυθμούς  (μούσκεμα στον ιδρώτα και στο ουίσκι των Μάγων ). Ό,τι πιο νοσηρό έσταζε από τη ραγισμένη οροφή στα άδεια κρανία τους.
Εγώ , ζωντανός νεκρός , συνέχιζα να πουλάω φωτογραφίες .
Το τι γινόταν εκεί πέρα δεν περιγράφεται . Η εκδήλωση του υπερφυσικού και της τρέλας , του εκλογικευμένου παραλογισμού και της θρησκευτικής έκστασης .
Ο Χριστιανοκαπιταλισμός σε  όλο του το μεγαλείο !
Κάτω από αυτές τις συνθήκες πούλησα τα περισσότερα πτώματα κι έγινα λαγός .
Δεν θυμάμαι τη διαδρομή γι α το σπίτι .
Ξεκλείδωσα τρέμοντας και μπήκα μέσα .
Άνοιξα μια μπίρα και την ρούφηξα στα γρήγορα κατατρομαγμένος.
Άνοιξα και δεύτερη . Και ύστερα τρίτη …
Παύση.
mothercildeyes.jpg

Στο γραφείο οι «Φτωχοί».
Έβγαλα τα λεφτά από τις τσέπες μου και τα πέταξα χύμα πάνω στο ανοιχτό βιβλίο.
Αχ αγαπούλα μου ! Αχ αγαπούλα μου !
Τα μέτρησα κι έμεινα να κοιτώ τις φωτογραφίες που περίσσεψαν .
Τίποτε δεν γυρίζει πια . Τίποτε δεν υπάρχει για να γυρίσει .
Αχ γλυκιά μου !
Από τη μια  οι «Φτωχοί» και πάνω τους τα μετρημένα χαρτονομίσματα.
Χαϊδεμένη μου Βάρινκα .
Κοιτούσα ακόμη τις φωτογραφίες που περίσσεψαν . Μέτρησα αυτές που είχαν μείνει για να δώσω αναφορά στ’ αφεντικό και πρώτη φορά πρόσεξα τους φακέλους . Μα αυτοί δεν είναι κίτρινοι! Και τι γράφει εδώ; Αυτό δεν είναι τ’ όνομά μου! Έκπληκτος ανακάλυψα πως στο φωτογραφείο είχε γίνει λάθος. Αντί να πάρω τις δικές μου φωτογραφίες , πήρα αλλουνού φωτογράφου που είχε τραβήξει σε άλλο μαγαζί ! Κι αυτός μάλλον πως είχε  πάρει τις δικές μου !
Άλλη μια μπίρα με συνέφερε εντελώς.
ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ;
ΧΑ!
Θα έπρεπε να τρέμω, μα ήμουν απόλυτα ήρεμος.
Φαινόταν καθαρά.
Τα χαράματα με βρήκαν μεθυσμένο  .
Κοίταξα για λίγο το νεογέννητο ήλιο κι έπεσα στο κρεβάτι .
Ο Χριστός είχε πια γεννηθεί .
Κι εγώ ήξερα που.


solomantzaros