Γράφει η Στέλλα Σαμιώτου -Φιτζάιμονς
Το χιόνι έπεφτε κι εξαφανιζόταν αστραπιαία σαν το μαλλί της γριάς πάνω σε βρεγμένο τραπεζομάντιλο. Τα φαντάσματα τριγυρνούσαν απαλά κι ερωτευμένα γύρω από τη λίμνη κι ο άνεμος χόρευε στο σκοτεινό ουρανό. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και χιόνιζε όπως τον παλιό, καλό καιρό.
Δυο λευκά περιστέρια με χρυσαφένια ράμφη πέταξαν πάνω απ’ τη λίμνη. Ήταν τοσοδούλικα και χάραξαν πολλούς κύκλους γύρω από τo νερό πριν να ρίξουν μέσα ένα ασημένιο κουτί. Μετά πέταξαν μακριά τόσο γρήγορα όσο ήρθαν, ορμητικά σαν το νερό πάνω σε φλεγόμενο κλαδί.
Η λίμνη άνοιξε με έναν αναστεναγμό και καταβρόχθισε το δώρο από τον ουρανό. Το κουτί είχε έξι εκατοστά μήκος κι έξι εκατοστά πλάτος, αλλά καθώς ταξίδευε προς τον πάτο της λίμνης, μεγάλωνε διαρκώς μέχρι που στο τέλος μπορούσε άνετα να χωρέσει μια τούρτα σοκολάτα. Ή ακόμα και τον παλιό τσελεμεντέ της γιαγιάς με τις τσακισμένες σελίδες. Τα σκοτεινά νερά φωτίστηκαν από την ασημένια λάμψη του κουτιού που έπεσε από ψηλά.
Η Κυρά της Λίμνης κράτησε το φωτεινό αντικείμενο στα χέρια της. Το διάφανο δέρμα της έλαμψε και τα γαλανά μάτια της ανοιγόκλεισαν δυο φορές. Μισάνοιξε το καπάκι και κρυφοκοίταξε μέσα στο κουτί.
Το χιόνι έπεφτε με τις χούφτες, σκληρά, με την επιμονή της επιβίωσης. Ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε από το δάσος, ταξίδεψε πάνω από τους κοιμισμένους αγρούς και φίλησε τη λίμνη με το πάθος του φλεγόμενου ήλιου.
Ο Στιν Λέδερμπερυ, ένα αγόρι δώδεκα χρονών, βγήκε από το δάσος. Προχώρησε στην όχθη του νερού, τυλιγμένος στο μακρύ χειμωνιάτικο παλτό του πατέρα του. Τα μπαλώματα που είχε ράψει η μητέρα του κρατιούνταν ακόμα στο παλιό ύφασμα — όλα εκτός από ένα. Μια μεγάλη τρύπα στο δεξί του ώμο άφηνε τον άνεμο να τρυπώνει ανενόχλητος και ο Στιν έτρεμε κάθε φορά που ένιωθε ένα καινούριο φύσημα.
Κοίταξε τα σκοτεινά νερά. Οι νιφάδες χόρευαν γύρω από το πρόσωπό του σαν να κυνηγούσαν τον άνεμο. Ο Στιν όμως δεν πρόσεξε ούτε τις νιφάδες ούτε τον άνεμο. Τα μάτια του ήταν καθηλωμένα στο νερό. Η αναπνοή του ήταν γρήγορη και ρηχή.
Έκανε ένα αβέβαιο βήμα. Αν έκανε ένα ακόμα, θα έβρεχε τα πόδια του. Δίστασε για μια στιγμή, μα αμέσως μετά προχώρησε με ανανεωμένη αποφασιστικότητα.
Τα πόδια του εισχώρησαν στο παγωμένο νερό όπως μια λεπίδα μπαίνει μέσα σ’ έναν εφιάλτη. Ο Στιν δεν έδωσε σημασία. Περνούσε σιγά-σιγά στην άλλη πλευρά και οι αισθήσεις του λιποτακτούσαν.
Το δάσος άνοιξε και πάλι κι ένας κουρασμένος χιονάνθρωπος ξεπετάχτηκε από μέσα του. Ήταν στρογγυλός και ψηλός κι είχε πάνω του όλα όσα θα περίμενε κανείς να δει σ’ ένα χιονάνθρωπο: κουμπιά για μάτια, καρότο για μύτη, τσιμπούκι στο στόμα και κασκόλ στο λαιμό. Το μοναδικό παράταιρο πράγμα πάνω του ήταν το μπαστούνι στο δεξί του χέρι.
Ο Χιονάνθρωπος προχώρησε βιαστικά προς τη λίμνη όταν είδε τον Στιν. Μόνο που στην περίπτωση ενός χιονάνθρωπου όταν λέμε «βιαστικά» εννοούμε πως τίναξε το κάτω μέρος του κορμιού του κάπως πιο ζωηρά από πριν. Όσο κι αν προσπαθούσε, ό,τι κι αν έκανε, δε θα έφτανε το αγόρι έγκαιρα.
«Στιν! Περίμενε!» του φώναξε, αλλά η ακοή του Στιν είχε πάψει να λειτουργεί εδώ και ώρα. Ο Στιν μπήκε στη λίμνη όπως θα έμπαινε ένας υπνοβάτης.
Το νερό έφτασε στους μηρούς και τη μέση του, κάλυψε το στήθος του, το λαιμό του. Ο Χιονάνθρωπος έφτασε στη λίμνη ένα δευτερόλεπτο πριν να εξαφανιστεί το κεφάλι του Στιν.
«Όχι!!» φώναξε, μα μόνο ο άνεμος τού απάντησε με έναν αυστηρό κι ανελέητο βρυχηθμό.
Ο Χιονάνθρωπος παρέμεινε ακίνητος στην όχθη της λίμνης. Κοίταξε το είδωλό του, μια αξιολύπητη, στρογγυλή έκρηξη από νεκρό χιόνι. Ποθούσε να σώσει τον Στιν, το αγόρι που του είχε δώσει μορφή και ύπαρξη πριν από δύο ημέρες. Φλεγόταν από τον πόθο να πέσει στο νερό και να βγάλει τον Στιν, αλλά ούτε οι φλόγες από όλα τα χριστουγεννιάτικα τζάκια δε θα έσωζαν τον ίδιο, έναν χιονάνθρωπο, από το λιώσιμο, έτσι κι έμπαινε στη λίμνη.
Ο Χιονάνθρωπος ευχήθηκε να ήταν άνθρωπος, ευχήθηκε να είχε σάρκα που θα αντιστεκόταν στο νερό. Ευχήθηκε να μπορούσε να φυσήξει ζωή στα πνευμόνια κάποιου αν χρειαζόταν. Παρατήρησε μερικές μπουρμπουλήθρες στο νερό και κατάλαβε πως τα πνευμόνια του Στιν ήταν καταδικασμένα να χάσουν αυτή την άνιση μάχη.
Ο Χιονάνθρωπος δεν άντεξε να μείνει άλλο ακίνητος. Ο Στιν περπατούσε στα υπόγεια μονοπάτια της λήθης, κι ο ίδιος, δημιούργημα και σύντροφος του Στιν, στεκόταν αναποφάσιστος στην όχθη για να προστατέψει τη δικιά του άχρηστη παγωνιά.
Ο Χιονάνθρωπος βούτηξε στο νερό κι ο παφλασμός ήταν τόσο δυνατός που γέμισε τη λευκή καρδιά του με ανατριχίλα. Καταδύθηκε γρήγορα στο υγρό βασίλειο κι ένιωσε να γίνεται όλο και ελαφρύτερος.
Κοίταξε τριγύρω στο σκοτεινό νερό και είδε το κορμί του Στιν στον πάτο, κουλουριασμένο σαν να ταξίδευε παρέα με το Μορφέα.
Ο Χιονάνθρωπος πάλεψε ενάντια στον αφανισμό του κι έφτασε το κορμί του Στιν με έναν πήδο. Ανασήκωσε το αγόρι τρυφερά και περπάτησε στο βυθό. Το σώμα του ενωνόταν σιγά-σιγά με το υδάτινο περιβάλλον με κάθε βήμα που έκανε.
Με μια ύστατη προσπάθεια έφτασε στην όχθη κι έσπρωξε τον Στιν στη στεριά και την ασφάλεια. Ο Χιονάνθρωπος χαμογέλασε και η καρδιά του ζεστάθηκε καθώς κοίταξε για τελευταία φορά το αγαπημένο αγόρι πριν να βυθιστεί και πάλι στο νερό, πολύ αδύναμος για να αντισταθεί στη βαρύτητα.
Έπεσε σ’ ένα λάκκο από σκοτάδι, κάθε δευτερόλεπτο καταβρόχθιζε το σώμα του, τη στρογγυλάδα του, την παγωνιά του, μέχρι που στο τέλος είχε απομείνει ο μισός. Ήταν μικρότερος κι από τον Στην τώρα.
Παραδόθηκε στο τέλος του, όπως ένας ταραγμένος νους παραδίνεται στα αρχαία όνειρα της νιρβάνα. Πίστεψε πως είδε ένα αμυδρό, ασημένιο φως να πλησιάζει και συμπέρανε πως αυτό ήταν το τέλος της χιονένιας ζωής του.
Το φως πλησίασε κι άλλο. Ο Χιονάνθρωπος έκλεισε τα κουμπιά-μάτια του. Ένιωσε ένα χέρι χωρίς βάρος στο κεφάλι του κι άκουσε μια ψιθυριστή φωνή στο αυτί του:
«Έκανες κάτι καλό απόψε.»
Η φωνή έμοιαζε με νερό που έχει παγιδευτεί σε γυάλινο κλουβί.
Ο Χιονάνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και είδα την Κυρά της Λίμνης. Ήταν ψηλή και όμορφη με τα μακριά λευκά μαλλιά της τυλιγμένα γύρω από το κορμί της, τα γαλανά μάτια της να αντανακλούν το φως σαν διαμάντια.
Στα χέρια της κρατούσε το ασημένιο κουτί που έλαβε από τον ουρανό. Φλεγόταν σαν να έκρυβε χιλιάδες βολτ μαζί, σαν δυο εκατομμύρια αστέρια.
Ο Χιονάνθρωπος ήταν άφωνος.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε η Κυρά της Λίμνης.
«Θέλω– Θέλω– Θέλω να μάθω το μέλλον!» απάντησε, ασθμαίνοντας στην προσπάθειά του να μεγαλώσει το κορμί του πάλι.
Η Κυρά το σκέφτηκε λίγο με κλειστά τα μάτια.
«Το μέλλον γίνεται παρελθόν μέσα σε δευτερόλεπτα,» είπε με τη γυάλινη φωνή της. «Θα σου δείξω το παρελθόν, λοιπόν.»
Ο Χιονάνθρωπος ένευσε. Μπορούσε να δει όπως ποτέ πριν.
«Ο Στιν θέλησε να πεθάνει στο νερό,» ξεκίνησε η Κυρά, «επειδή ο πατέρας του πνίγηκε απόψε και δεν είχε το κουράγιο να το πει στη μητέρα του. Ήταν ατύχημα, ο πατέρας του έπεσε από τη γέφυρα στην οποία δούλευε. Οι συνάδελφοί του το είδαν. Ήξεραν πως ο πατέρας του Στιν δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Αλλά κανείς δε νοιαζόταν αρκετά γι΄ αυτόν, ειδικά μια τέτοια παγωμένη νύχτα. Κανείς δεν έπεσε στο νερό για να τον σώσει κι ο πατέρας του Στιν πνίγηκε.»
Η Κυράς της Λίμνης σταμάτησε. Άκουγε τον άνεμο κι ο άνεμος άκουγε τα λόγια της. Ρώτησε τον άνεμο αν ο Στιν θα ζούσε. Κι ο άνεμος απάντησε πως ο Στιν δεν επιθυμούσε να ζήσει αλλά το νεανικό του σώμα προσπαθούσε να κρατηθεί στη ζωή όπως τα φύλλα κρατιούνται πάνω στο δέντρο.
Η Κυρά της Λίμνης κοίταξε πάλι το Χιονάνθρωπο. Έβαλε το ασημένιο κουτί μπροστά στα μάτια του.
«Το βλέπεις αυτό;»
«Τι είναι;» ρώτησε ο Χιονάνθρωπος.
«Είναι ένα πνεύμα. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων μπορώ να κρατήσω ένα πνεύμα μαζί μου στο βυθό. Το κρατάω για ένα χρόνο πριν να παραλάβω το καινούριο πνεύμα, και τότε το παλιό πετάει μακριά για να ενωθεί ξανά τους δικούς του στο ατελεύτητο προσκύνημα των ουρανών. Τα φωτεινά πνεύματα μού κρατάνε συντροφιά εδώ κάτω στη σιωπή των νερών. Αλλά η πράξη σου ήταν τόσο σημαντική που αποφάσισα να ελευθερώσω αυτό το πνεύμα απόψε. Μέσα σου.”
Άνοιξε το κουτί λίγο και το φως που ελευθερώθηκε ήταν τόσο φωτεινό που έκανε τα αστέρια να χλομιάσουν.
Η Κυρά της Λίμνης κοίταξε πάλι το Χιονάνθρωπο.
«Ετούτο είναι το πνεύμα του πατέρα του Στιν.»
Ο Χιονάνθρωπος άκουγε σιωπηλός καθώς μετατρεπόταν σε μια μικρή, άσπρη μπάλα ποδοσφαίρου.
«Όταν το ελευθερώσω, θα διεισδύσει στο σώμα σου με μια δύναμη που δεν ήξερες πως ήταν δυνατή. Οι δυο σας θα ενωθείτε μέσω της αγάπης σας για τον Στιν. Και οι δυο σας μαζί θα τον σώσετε.»
Ο Χιονάνθρωπος ένιωσε τα πρώτα του δάκρυα στα μάγουλά του να τον ξεζουμίζουν ακόμα περισσότερο.
Η Κυρά της Λίμνης άνοιξε το κουτί. Έβγαλε το πνεύμα και το ακούμπησε στην καρδιά του Χιονάνθρωπου.
Το μισολιωμένο κορμί του Χιονάνθρωπου διαπεράστηκε από ένα ισχυρό ηλεκτρικό σοκ και το στόμα του ψιθύρισε τα τελευταία του λόγια πριν να χαθεί μέσα στη νέα ύπαρξή του:
«Πνεύμα του Χιονιού.»
Το χιόνι έπεφτε με την επιμονή της ζεστής σοκολάτας πάνω σε παγωτό βανίλια. Τα φαντάσματα τριγύριζαν στις όχθες της λίμνης κατσούφικα κι έψαχναν να βρουν κάποιον να τρομάξουν.
Το σώμα του Στιν ξεπάγιαζε από το κρύο και την αγωνία αλλά το μέτωπό του καιγόταν. Οι νιφάδες σκέπαζαν τα μάτια του, τα φύκια σέρνονταν στα μάγουλά του.
Η επιφάνεια του νερού αναταράχτηκε ξαφνικά. Το χιόνι διέκοψε την κάθοδό του και τα φαντάσματα κοιτάχτηκαν παραξενεμένα. Μια ανθρώπινη σιλουέτα βγήκε από τη λίμνη και προχώρησε στην όχθη. Βρήκε τον Στιν και γονάτισε δίπλα του. Το χιόνι άρχισε να χορεύει πάλι και τα φαντάσματα ετοιμάστηκαν να κρυφακούσουν.
Ο άντρας ήταν χλομός, τα ρούχα του βρεγμένα σαν παξιμάδι μουλιασμένο στο γάλα. Βαθιές ρυτίδες διαπερνούσαν το μέτωπό του μα το στόμα του ήταν νεανικό. Άγγιξε το πρόσωπο του παιδιού και έδιωξε το χιόνι και τα φύκια.
Τα μάτια του Στιν άνοιξαν από την ανάμνηση των αγαπημένων χεριών.
«Πατέρα!» αναφώνησε, σοκαρισμένος και δύσπιστος.
Τα μάτια του πατέρα του βούρκωσαν.
«Είμαστε ευλογημένοι,» είπε. «Μας ευλόγησαν τα πνεύματα του νερού και του χιονιού.»
Ανασήκωσε τον Στιν και φίλησε τα μάτια του.
«Δες, καλό μου αγόρι», του είπε, «η πόλη ετοιμάζεται για τα Χριστούγεννα.»
Η Ομίχλη εξαφανίστηκε και τα χριστουγεννιάτικα φώτα της πόλης άνοιξαν την αγκαλιά τους για να δεχτούν το βλέμμα του Στιν. Ο πατέρας έπιασε το χέρι του.
«Έλα,» του είπε, «η μητέρα σου πρέπει να ανησυχεί πολύ.»
Οι δυο τους πήραν το δρόμο της επιστροφής κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου.
«Τι έγινε;» ρώτησαν τον άνεμο τα φαντάσματα.
«Η ευχή ενός Χιονάνθρωπου έγινε πραγματικότητα,» απάντησε ο άνεμος. «Ένας Χιονάνθρωπος έγινε αληθινός άνθρωπος απόψε. Πάντα πρέπει να χάσεις μέρος του εαυτού σου για να γίνεις αληθινός.»
Η Στέλλα Σαμιώτου Φιτσάιμονς γεννήθηκε στο Μαρούσι και ζει στο Λος Άντζελες. “Εχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων “Αποσπάσματα από το τέλος ενός προσώπου”, τη νουβέλα «Μέχρι να γίνεις γάτα» και το μυθιστόρημα «The Plantation«. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και ποίηση σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και την Αμερική. Ξεκίνησε το ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας το 2009 και είναι εξαιρετικά περήφανη γι” αυτό.
Το διήγημα «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Λογοτεχνικό Μπιστρό» της Στέλλας.
psychografimata